Κριτική της παράστασης: "ΟΛΕΑΝΝΑ"

 

Όπως λέμε, "δεν υπάρχει..."
 
 
 
    Ολεάννα. Δύο πρόσωπα σε ένα έργο μιάμισης ώρας δεν είναι εύκολο να κρατούν συνέχεια την προσοχή.
   Το θέμα του όμως; Η κακοποίηση, είτε σεξουαλική είτε γενικότερη, είναι κάτι που τραβάει το ενδιαφέρον. Αν υπάρχει. Δεν αποδεικνύεται. Η υπόθεση; Λίγο πολύ η συνηθισμένη. Η παρεξηγημένη πρόθεση του καθηγητή που πέρασε λίγο παραπάνω από όσο επιτρέπεται τα όρια. Τα πέρασε; Ίσως ναι, ίσως όχι. Αυτό και πολλά άλλα θα το κρίνει ο θεατής.
 
   Η Ολεάννα, από όπου παίρνει και το όνομά του το έργο, είναι ένα μέρος που περιγράφεται σε ένα νορβηγοαμερικάνικο τραγούδι του τέλους του 19ου αιώνα. Στο μέρος αυτό τα πάντα είναι ωραία και εύκολα. Το στάρι φυτρώνει γρήγορα και έτσι δεν καταβάλει κανείς καμιά προσπάθεια. Η ζωή είναι ωραία στην Ολεάννα. Αλλά είναι ψεύτικη γιατί αυτά που συμβαίνουν εκεί, δεν είναι δυνατό να είναι αληθινά.
   Το εργο προσπαθεί να αναδείξει αυτό ακριβώς το ψεύτικο και το ουτοπικό, καθώς σε καμία περίπτωση ο καθηγητής δεν θα κατηγορηθεί από τη μαθήτρια για μια τόσο μικρή παρέκκλιση. Απλά δεν θα γίνει γιατί είναι έτσι η κοινωνία. Ο συγγραφέας προτείνει με αυτό το έργο μια κοινωνία όπου ο αδύναμος γίνεται ξαφνικά και γρήγορα δυνατός και ο δυνατός χάνει την κυριαρχία του. Αυτό, για να συμβεί στην αληθινή ζωή, παίρνει χρόνια, ίσως και να μη συμβεί ποτέ.
 
   Πίσω στην παράσταση. Η αρκετά κινηματογραφική γραφή του Ντέιβιντ Μάμετ δεν αφήνει πολλά περιθώρια στη σκηνοθεσία. Η απλή σκηνοθεσία της κυρίας Σκότη είναι αρκετή για αυτό το έργο. Το σκηνικό με τα λιτά έπιπλα και τον μαυροπίνακα ήταν πολύ ήσυχο, υπέρ το δέον θα έλεγα.
 
   Όσον αφορά στις ερμηνείες, ο κύριος Καταλειφός απέδωσε τον ρόλο με σαφήνεια και δύναμη. Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητά του να αλλάζει τον χαρακτήρα του καθηγητή σιγά-σιγά από κυρίαρχο του παιχνιδιού σε απλό πιόνι.
 
   Η κυρία Μιχαλοπούλου είχε και αυτή τις εντάσεις τις, οι οποίες κλιμακώθηκαν και οδήγησαν σε αλλαγή του χαρακτήρα και του δικού της ρόλου, αλλά θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο εσωτερικές και όχι τόσο υπερβολικές. Αυτό φυσικά μπορεί να οφείλεται και στη σκηνοθεσία.
 
   Η μετάφραση της κ. Λαρούνη ήταν άριστη αν και ίσως ο πανεπιστημιακός καθηγητής δεν θεωρείται δάσκαλος στα ελληνικά πράγματα, αλλά θα μπορούσεο όρος αυτός να είναι δικαιολογημένος  σε πιο ευρεία έννοια.
 
   Οι φωτισμοί ήταν αρκετά απλοί και η μουσική δεν οδηγούσε τον θεατή σε κάποιο συναίσθημα, που ίσως θα όφειλε να το κάνει.
 
Θεσσαλονίκη,
 
 
11-10-13