Κριτική της παράστασης: Η κωμωδία του τυχαίου θανάτου ενός αναρχικού


Μα τι… κωμωδία (…του τυχαίου θανάτου ενός αναρχικού)!


Έχουν γραφτεί πολλά για αυτή την παράσταση που ανεβάζει για τέταρτο χρόνο ο κ. Σπύρος Παπαδόπουλος. Πρόκειται για μια καθαρόαιμη -ας μας επιτραπεί ο όρος-κωμωδία που “αγγίζει” το κοινό με το κωμικό, αλλά καθόλου ελαφρύ κείμενο, καθώς το θέμα που πραγματεύεται δεν είναι καθόλου κωμικό. Αυτή είναι όμως και η ομορφιά του κειμένου. Το έργο βασίζεται στο πραγματικό γεγονός της δολοφονίας από αστυνομικούς του αναρχικού Τζιουζέπε Πινέλι που είχε συλληφθεί -χωρίς αποδείξεις- για τοποθέτηση βόμβας τον Δεκέμβρη του 1969 στο Μιλάνο.
Η ιστορία περιγράφει τη μέρα του σχιζοφρενή πρωταγωνιστή που κρατείται σε γραφείο της Ασφάλειας με την κατηγορία της κατ’ εξακολούθηση εξαπάτησης ανυποψίαστων πολιτών. Ο ίδιος καταφέρνει να ρεζιλέψει μέσα στο έργο την ιταλική αστυνομία αποδεικνύοντας την ανεπάρκειά της, και το πόσο ανίκανοι είναι οι αστυνομικοί στη δουλειά τους, καθώς δρουν σαν όργανα του καθεστώτος και όχι σαν όργανα της τάξεως.
Ο κ. Παπαδόπουλος (τρελλός και κύριος με τη γενειάδα) δίνει ένα ρεσιτάλ υποκριτικής με το να προτείνει έναν τύπο ανθρώπου πότε εξυπνούλη και καταφερτζή και πότε τελείως παράφρονα, τον οποίο δεν θα πρόσεχε κανείς αν τον συναντούσε στο δρόμο. Ο τύπος αυτός ανήκει στους χαρακτήρες της κομέντια ντελ άρτε, πάνω στους οποίους βασίζει συχνά τα έργα του ο συγγραφέας Ντάριο Φο. Ο αεικίνητος κ. Παπαδόπουλος απογειώνει την παράσταση με το ταλέντο του αλλά και με την εκ βαθέων μελέτη του ρόλου του καθώς φαίνεται να έχει εξετάσει κάθε μικρή λεπτομέρεια. Παρόλα τα τέσσερα χρόνια της παράστασης δεν φαίνεται να έχει κουραστεί καθόλου-όπως θα ήταν φυσικό- από τον ρόλο αλλά παίζει σαν την πρώτη μέρα, αφού σίγουρα έχει γίνει πλέον κτήμα του.
Ο κύριος Μπίρος έχει έναν λιγότερο «αβανταδόρικο» ρόλο, καθώς είναι από τους «κακούς» της υπόθεσης, είναι ο διοικητής και ως εκ τούτου έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για το φόνο του αναρχικού. Ο ρόλος του είναι αντιήρωας αλλά καταφέρνει να προκαλέσει τη συμπάθεια του κοινού με την κωμική σκηνική του παρουσία, τις εύστοχες εκφράσεις του και την σταδιακή μετατροπή του από σοβαρό διοικητή σε έρμαιο των γεγονότων και γελοίο στοιχείο. Ο κύριος Γιαννόπουλος (αστυνόμος Πιζάνι) είναι πολύ δυνατός σε ένα ρόλο που δεν έχει και πολλά να παρουσιάσει υπέρ του. Είναι ο επικίνδυνος, πωρωμένος αστυνόμος, όχι ιδιαίτερα ευφυής. Τον συμπαθείς μόνο όταν βλέπεις πόσο «υποφέρει» από την αντιμετώπιση του σχιζοφρενούς-ανακριτή (Σπύρος Παπαδόπουλος). Οι κύριοι Καλπακίδης και Πέτσος είναι πολύ καλοί τους ρόλους τους, όπως και η κυρία Κοτσαηλίδου η οποία ταυτίζεται απόλυτα με την δημοσιογράφο που υποδύεται.
Η σκηνοθεσία ανήκει και αυτή στον κ. Παπαδόπουλο, ο οποίος προσπάθησε να μεταφέρει στο κοινό όσο γινόταν πιο καλά την αίσθηση του γραφείου της ιταλικής αστυνομίας, τον φόβο ότι κάποια στιγμή θα μπορούσε να πιαστεί ο σχιζοφρενής-ανακριτής και γενικά το περιβάλλον που επικρατεί στην Ασφάλεια και αυτό το κατάφερε με τη συνεχή κίνηση των ηθοποιών, αλλά όχι άσκοπη, όπως συμβαίνει συνήθως στις κωμωδίες. Το σκηνικό ήταν λειτουργικό και πολύ κατατοπιστικό. Οι φωτισμοί του κ. Μπέλλη δεν πρόσθεταν κάτι καινούριο στην εκτέλεση του έργου. Τα ειδικά εφέ των αδελφών κ. Αλαχούζων στο δεύτερο μέρος του έργου δίνουν μια απόλυτα κωμική χροιά στη μεταμφίεση του κ. Παπαδόπουλου. Τέλος, η μουσική επένδυση του έργου ανήκει στο συγκρότημα «Ξύλινα Ποδήλατα» και ξεσηκώνει απόλυτα.
Ε.Β.
Θεσσαλονίκη
30-10-2013