ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ «ΚΑΜΠΑΡΕ»

 
   To θεατρικό έργο Καμπαρέ των Μάστεροφ (κείμενο)-Κάντερ (μουσική)-Εμπ (στίχοι) ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον θίασο της Αλίκης Βουγιουκλάκη, τον Ιούνιο του 1978, στο «Κηποθέατρο Αλίκη» σε απόδοση Μάριου Πλωρίτη και σκηνοθεσία του “μεγάλου” Δημήτρη Ποταμίτη. Η ίδια υποδυόταν τη Σάλυ Μπόουλς και στο ρόλο του κομπέρ ήταν ο εξαίρετος κ. Κατρανίδης. Πολύ αργότερα, στα 2003, “ανέβηκε” σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με την Εβελίνα Παπούλια στον κεντρικό ρόλο, τον Άκη Σακελλαρίου ως κομπέρ και με σκηνοθέτη τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη.   
      Σαιζόν 2013-2014. Το Καμπαρέ επανέρχεται δριμύτερο, για να μας υπενθυμίσει την ύπαρξή του ύστερα από δεκαετή απουσία. Αυτή τη φορά την απόλυτη ευθύνη για το εγχείρημα έχει ο Κωνσταντίνος Ρήγος αφού υπογράφει σκηνοθεσία, χορογραφία και σκηνογραφία.
   Το έργο είναι λίγο-πολύ γνωστό. Πρόκειται για τη ζωή των ανθρώπων ενός καμπαρέ του Βερολίνου στα 1930, λίγο πριν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Η κεντρική ηρωίδα είναι η Σάλυ Μπόουλς, η κεντρική τραγουδίστρια του κέντρου, την οποία σε αυτό το καμπαρέ υποδύεται η κ. Ναυπλιώτου. Ρόλος με πολλές δυσκολίες, καθώς χρειάζεται να ξέρεις να κρύβεις καλά τα συναισθήματά σου, καμιά φορά και σε όλο το έργο. Κανείς δεν γνωρίζει την πραγματική Σάλυ τελικά, που αναγκασμένη εκ των συνθηκών είναι να παριστάνει την αφελή χορεύτρια και τραγουδίστρια που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της. Μερικές φορές είναι έτσι, αλλά βασικά όλη αυτή η μάσκα κρύβει έναν ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος δεν θα έπρεπε να φαίνεται σε όλο το έργο, παρά μόνο στο τέλος. Η κ. Ναυπλιώτου απέδωσε μια καλή αλλά χλιαρή Σάλυ η οποία τραγουδούσε και χόρευε αρκετά καλά αλλά δεν είχε το «κάτι» παραπάνω που θα έπρεπε να έχει η πρωταγωνίστρια αυτού του έργου.
   Όσο για τον κομπέρ, αυτός ήταν ο κ. Λιγνάδης. Ένας κομπέρ βασικά δραματικός και ταυτόχρονα λίγο τρελλός, όπως θα έπρεπε να είναι αυτός ο ρόλος. Η ελάχιστη ενέργεια που μας φάνηκε ότι έλειπε, ίσως να ήταν λόγω της συγκεκριμένης ημέρας, καθώς πάντα η πρεμιέρα δημιουργεί μια μικρή αμηχανία και στους καλύτερους ηθοποιούς.
   Υπέροχος ο κ. Μητρούσης ως Χερ Σουλτζ, δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε καλύτερο για τον ρόλο. Ήταν κωμικός- όσο μπορούσε κάτω από τις συνθήκες αυτού του έργου- και απέδωσε πολύ καλά την αφέλεια αυτού του ανθρώπου, ιδίως προς το τέλος.       Η κ. Τσανακλίδου ως φροϊλάιν Σνάιντερ έπρεπε να είναι όσο το δυνατό μια απλή κυρία μιας κάποιας ηλικίας χωρίς να φαίνεται η «θητεία» της κ. Τσανακλίδου στο τραγούδι, παρά μόνο όταν το απαιτούσε ο ρόλος, τις στιγμές δηλαδή που τραγουδούσε. Το κατάφερε λοιπόν αυτό και μας έδωσε μια Σνάϊντερ σεμνή και αρκετά χαμηλών τόνων. Όσον αφορά στο τραγουδιστικό μέρος, ήταν πολύ καλή και αρκετά δραματική.
   Ο κ. Νανούρης και η κ. Μπουλέ απέδωσαν πολύ χλιαρά τους ρόλους τους χωρίς να δίνουν κάτι σημαντικό. Ο κ. Μπουγιούρης από τη άλλη, στο μικρό ρόλο του Γερμανού ναζί έδωσε τον καλύτερό του εαυτό και «απογείωσε» τον ρόλο, ενώ κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να γίνει σε μη κεντρικούς ρόλους.
   Η σκηνοθεσία του κ. Ρήγου ήταν αρκετά καλή, απέδωσε το νόημα του έργου σωστά, αν και θα μπορούσε να τονίσει λίγο περισσότερο τους πρωταγωνιστές. Οι χορογραφίες ήταν πολύ ταιριαστές σε ένα περιβάλλον «καμπαρέ» αλλά πολύ απλές. Τα σκηνικά του ήταν εντυπωσιακά.
   Ωραία τα κοστούμια του κ. Σεγρεδάκη. Η φωνητική διδασκαλία της κ. Βίσση ανέδειξε τις φωνές των ηθοποιών.

Θα θέλαμε να σημειώσουμε και κάτι άλλο. Η αίθουσα του μεγάρου είναι πολύ μεγάλη και μπορεί να φιλοξενήσει στην κεντρική πλατεία όλους τους θεατές και τα "βαλάντια", καθώς διαπιστώσαμε μεγάλη δυσχέρεια στους θεατές του εξώστη όσον αφορά στην καλή θέαση του έργου καθώς οι θέσεις έιναι πολύ μακριά και οι ηθοποιοί μόλις που διακρίνονται.

  Ε.Β.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
19/1/14