Τα παντρολογήματα του Νικολάι Γκόγκολ είναι μια δίπρακτη σατιρική
κωμωδία -ή φάρσα- που γράφτηκε στα 1833,η οποία περιγράφει -σύμφωνα με τον κριτικό της εποχής Μπελίνσκι- «τα ήθη της μέσης κοινωνίας της Πετρούπολης». Ο Γκόγκολ με αυτό το έργο θέλει να αναδείξει τα ήθη της εποχής του σύμφωνα με τα οποία όλα υπόκεινται σε συναλλαγές, ακόμη και ο γάμος. Προτείνει λοιπόν, μια διαφορετική και επαναστατική ίσως απάντηση σε όλα αυτά.
Το έργο ουσιαστικά δεν έχει πρωταγωνιστή. Δύο είναι οι βασικοί χαρακτήρες, η Φιόκλα (Ναταλία Τσαλίκη)- η προξενήτρα κατ’ επάγγελμα και ο Κατσκαριόφ (Γιάννης Μπέζος), ο φίλος του γαμπρού που εκτελεί και χρέη προξενητή. Η κυρία Τσαλίκη ήταν υπέροχη ως Φιόκλα. «Μπαίνει» κατ’ ευθείαν στον ρόλο καθώς φαίνεται πως τον έχει μελετήσει πολύ καλά και υποδύεται την Φιόκλα με μεγάλη άνεση. Τα κωμικά της τερτίπια είναι υπέροχα. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις μεγάλες παλιές κωμικές ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου. Ο κύριος Μπέζος ως φίλος του γαμπρού είναι και αυτός πολύ κωμικός και αρκετά αστείος, αν και ο ρόλος δεν έχει να του προσφέρει και πολλά.
Ο γαμπρός, ο Ποτκαλιόσιν (Χρήστος Λούλης) είναι ένας νωθρός, άτολμος εργένης, με καλή θέση στον «ευρύτερο δημόσιο τομέα» (καθώς λέει και ξαναλέει), αλλά μάλλον κατά βάθος δεν θέλει και τόσο πολύ να παντρευτεί. Αυτή την νωθρότητα, με ένα είδος τσαχπινιάς την απέδωσε πολύ καλά ο κ. Λούλης ο οποίος είναι πολύς για αυτόν τον ρόλο καθώς είναι γνωστό πως είναι ηθοποιός αξιώσεων, αλλά για αυτόν ακριβώς τον λόγο διασκεδάζει τόσο πολύ σε αυτή την ελαφριά κωμωδία.
Η αποκάλυψη της βραδιάς ήταν ο κ.Τάσος Γιαννόπουλος που υποδυόταν έναν από τους υποψήφιους αστείους μνηστήρες της υποψήφιας νύφης, τον Ζεβάκιν. Η ερμηνεία του ήταν μεστή, ολοκληρωμένη, με πολλά κωμικά στοιχεία που τα τόνιζε σωστά, χωρίς να γίνεται γελοίος, καθώς ο ρόλος του ως πρώην αξιωματικός του ρωσικού ναυτικού με προβλήματα ακοής είναι κάπως δύσκολος στις ισορροπίες του.
Στη συνέχεια, ο κ. Κατερίνα Λυπηρίδου ως η νύφη Αγάφια ήταν κάπως υπερβολική στο παίξιμό της αλλά κατά γενικές γραμμές αρκετά καλή. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί έδωσαν παράδειγμα επαγγελματικού θεάτρου.
Το σκηνικό του κ. Άγγελου Μέντηήταν πολύ όμορφο και βολικό για μετακινήσεις (εφόσον πρόκειται για περιοδεία) και καταδεικνύει αυτήν ακριβώς τη φύση του γάμου από τον οποίο ήθελε τόσα χρόνια να ξεφύγει ο Ποτκαλιόσιν. Τα κοστούμια του ίδιου ήταν πολύ όμορφα και μας μετάφεραν ακριβώς στην Ρωσία του 19ου αιώνα. Η μουσική του κ. Θοδωρή Οικονόμου ήταν απλή και το τραγούδι στηναρχή του έργου μας ξένισε λίγο καθώς ήταν στα ρώσικα. Το μόνο που αντιλαμβάνεται κανείς που δεν ξέρει τη γλώσσα είναι ότιαναφέρεται στον Γκόγκολ. Οι φωτισμοί της κ. Ελευθερίας Ντεκώ ήταν απλοί.
Τέλος, ο κύριος Μπέζος μετά τις σκηνοθεσίες του στα έργα «Αντιγόνη»(Ανούιγ) του 2013, «Υπάρχει και φιλότιμο»(Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος επίσης του 2013, σκηνοθετεί ακόμη ένα έργο φαινομενικά απλό αλλά δύσκολο στην ουσία καθώς απαιτεί πολύ καλή διδασκαλία των ηθοποιών και πολύ δουλειά από μέρους του σκηνοθέτη για να κρατηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στα τόσο παράξενα πρόσωπα του Γκόγκολ, αλλά και να μην βγει περίεργο το αποτέλεσμα. Εκτός από την εισαγωγή με το τραγούδι, όλα τα άλλα πρόδιδαν μια «καλοκουρδισμένη» παράσταση από όλες τις απόψεις, με μόνη διαφωνία στον τρόπο που έπαιζαν μερικές φορές οι ηθοποιοί, ιδίως ο κ. Λούλης, ο οποίος έμοιαζε να μιμείται την κωμική νόρμα του κ. Μπέζου. Κατά τα άλλα η σκηνοθεσία εξυπηρετούσε στο έπακρο τον σκοπό της, δηλαδή την κατανόηση του έργου από το κοινό ώστε να ψυχαγωγηθεί.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΑ ΠΕΡΙΟΔΕΥΕΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014.