ΚΡΙΤΙΚΕΣ

----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κριτική για την παράσταση: Τρεις φόνοι…καμία κηδεία
(Murder at the Howard Johnson’s)
των Ρον Κλαρκ, Σαμ Μπόμπρικ
Τρεις φίλοι-εραστές (όχι όλοι μαζί) συναντιούνται σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Τι θα συμβεί; Γιατί συναντήθηκαν εκεί; Ερωτήσεις που θα ταίριαζαν σε ένα θρίλερ, ή ένα βιβλίο της Αγκάθα Κρίστυ. Εντούτοις η μαύρη κωμωδία των Ρον Κλαρκ και Σαμ Μπόμπρικ, «Τρεις φόνοι…καμία κηδεία» (Murder at the Howard Johnsons) γραμμένη το 1979, συνεχίζει να προκαλεί το φιλοθεάμον κοινό και να του θέτει-χωρίς να το καταλαβαίνει- ερωτήματα για τα ζευγάρια, τον έρωτα και αν μου επιτρέπεται η έκφραση, τον άστατο χαρακτήρα των γυναικών, ο οποίος εδώ στηλιτεύεται ακατάπαυστα.
Αυτό το ερωτικό γαϊτανάκι του παράνομου ζευγαριού και του νόμιμου, θα μπλεχτεί σε μια περιπέτεια που θα ξετυλιχτεί για μιάμιση ώρα μπροστά στα μάτια των ανυποψίαστων θεατών. Η γυναίκα διεκδικείται από δύο άντρες, οι οποίοι στο τέλος την αρνούνται; Αυτό θα το δείτε… Να υποθέσω πως οι συγγραφείς είχαν πολύ μεγάλα κέφια όταν έγραψαν αυτό το έργο, καθώς είναι γεμάτο κωμικά ευρήματα και ανατροπές. Η υπόθεση είναι πολύ απλή, αλλά σε κρατάει σε εγρήγορση το έξυπνο χιούμορ, οι χιουμοριστικές ατάκες αλλά και η σπιρτόζικη ματιά πάνω στο θέμα της απιστίας.

Τώρα, ας έρθουμε στους πρωταγωνιστές του έργου. Πρώτος και καλύτερος είναι ο Σπύρος Πούλης, ο οποίος υποδύεται τον σύζυγο. Το όνομα του ρόλου είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά, όπως και όλα τα ονόματα, κάτι που δεν αρμόζει συνήθως. Ο κ. Πούλης λοιπόν, ο απατημένος σύζυγος της κυρίας που πιάνεται αιχμάλωτος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και γίνεται έρμαιο των κινήσεων του παράνομου ζευγαριού (σ.σ. Κώστας Αποστολάκης-Κατερίνα Μπιλάλη), υποδύεται τον ρόλο με την αλήθεια ενός ηθοποιού αξιώσεων. Ο ρόλος είναι ενδιαφέρων, αλλά όχι εντυπωσιακός. Ο κ. Πούλης καταφέρνει να οδηγήσει τον ρόλο σε μεγάλα ύψη υποκριτικής τελειότητας, καθώς η διαρκής κίνηση, η απαράμιλλη εκφραστικότητα και η έντονη εναλλαγή συναισθημάτων που προβάλλει, έχουν φτάσει στο ζενίθ τους. Είναι κωμικός, δραματικός, και τραγικός όποτε θέλει. Γενικά ζει τον ρόλο και είναι σίγουρο πως δεν θα αφήσει κανένα θεατή στην «ησυχία» του… Η ζωντάνια και το ταλέντο του θα παρασύρουν σαν τσουνάμι και τον κάθε αδιάφορο που έχει πάει στο θέατρο για άσχετους λόγους, ή γιατί θα ήθελε απλά να περάσει την ώρα του.


Ερχόμαστε στον δεύτερο πρωταγωνιστή, στον κ.  Κώστα Αποστολάκη, ο οποίος ως εραστής αλλά και απατημένος εραστής στη συνέχεια, προκαλεί τις δυνάμεις του στην κωμωδία και βγαίνει νικητής. Η ερμηνεία του είναι γρήγορη και ζωηρή. Έχει έναν τρόπο να «μπαίνει» στον ρόλο με μεγάλη ευκολία και να το μεταδίδει στους θεατές χωρίς να το προσπαθεί. Ο ρόλος φυσικά τον βοηθάει απεριόριστα, αλλά πρέπει να τονίσω ότι αυτός ο τόσο απαιτητικός ρόλος σε ψυχικές και σωματικές δυνάμεις δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα, ιδίως για Καλοκαιρινό θέατρο, όμως ο κ. Αποστολάκης στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και τον αποδίδει με μεγάλη επιτυχία.

      Η κ. Κατερίνα Μπιλάλη κρατάει τον ρόλο της συζύγου, η οποία αργότερα απατάει σύζυγο και εραστή. Ο ρόλος είναι αρκετά πολύπλοκος γιατί έχει στιγμές που πρέπει να υποδύεται την ερωτευμένη σύζυγο αλλά και την καλή ερωμένη που φυσικά δεν ερωτεύτηκε ποτέ τον εραστή της, αλλά η σχέση αυτή της προσέφερε μια περιπέτεια που της έδιωχνε τη συζυγική της ρουτίνα. Η ερμηνεία της κ. Μπιλάλη ήταν καλή, αν εξαιρέσουμε μερικές στιγμές όπου ο ρόλος απαιτούσε μια κάπως μεγαλύτερη ετοιμότητα ή λίγη κωμική φλέβα παραπάνω. Γενικά ήταν καλή στον ρόλο.

     Η σκηνοθεσία του κ. Κωνσταντίνου Κυριακού ανταποκρίνεται μια χαρά στις προσδοκίες του συγγραφέα, καθώς δεν θα σκεφτόταν καλύτερη σκηνοθεσία για το έργο του. Δεδομένου ότι πρόκειται για αμερικανική κωμωδία όπου οι ρυθμοί είναι γρήγοροι και το κωμικό στοιχείο πρέπει να είναι πολύ έντονο, ο κ. Κυριακού ισορρόπησε ανάμεσα στη δύναμη του κειμένου και στη δύναμη της πράξης. Οι κινήσεις των ηθοποιών όπως και τα λόγια βρίσκονταν σε απόλυτη ισορροπία και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό σε μια τέτοια κωμωδία, καθώς η παράσταση μπορεί να οδηγηθεί σε λάθος μονοπάτια, όπως σε ένα είδος μπαλαφάρας, κάτι που δεν θα θέλαμε καθόλου. Η μετάφραση είναι του ιδίου και εδώ έχω κάποιες αντιρρήσεις όπως στην αλλαγή και μετάφραση των αμερικανικών ονομάτων σε ελληνικών. Δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο αυτό, αν και εμπνεύσεις όπως η ονομασία του δεύτερου εραστή της πρωταγωνίστριας άρεσαν πολύ και στο κοινό.
Όσον αφορά στα φώτα του κ. Βλάση Θεοδωρίδη, εκτός από την ειδική κατασκευή στο πίσω μέρος του σκηνικού-η οποία ζητούνταν από το σενάριο- δεν έχω να πω πολλά πράγματα, εκτός του ότι κατάφεραν να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα μυστηρίου στη σκηνή με τη διήγηση περί φαντάσματος.
Το σκηνικό της κ. Νατάσας Παπαστεργίου χανόταν σε θερινό θέατρο, αν και είχε αρκετό όγκο. Κατά τ’ άλλα έδειχνε πολύ όμορφο και το φόντο κατάφερνε να ηρεμήσει τον θεατή για να τον συνεπάρει το κείμενο. Τα κοστούμια της κ. Κατερίνας Ανδρικοπούλου εξέφραζαν τις ιδέες του συγγραφέα περί πωλητή και πλούσιου οδοντίατρου, αν και τα φορέματα της πρωταγωνίστριας ήταν αρκετά βαρετά.


Η παράσταση περιοδεύει ανά την Ελλάδα.

Ε.Β., 14-7-2019

------------------------------------------------------------------------------


Κριτική της παράστασης: Φαέθων


    Το ελληνικό έργο (τουλάχιστον από την άποψη ότι είναι γραμμένο στο ελληνικά), το «Φαέθων», προκαλεί με την ελευθεροστομία του και την κριτική ματιά του. Το κείμενο είναι γραμμένο από τον κ. Δημ. Δημητριάδη, ο οποίος επέλεξε να ασχοληθεί με την ιστορία μιας δυστυχισμένης οικογένειας.

     Το θέμα του που είναι κυρίως η δυστυχία, αναπτύσσεται μέσω μιας ιστορίας πέντε ανθρώπων που έχουν κοινά βιώματα, αλλά δεν είναι και ίδιοι χαρακτήρες. Ο πατέρας, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, καταπιέζει τα άλλα τέσσερα μέλη της οικογένειας ψυχικά και σωματικά, δηλαδή τα βιάζει κατ’ εξακολούθηση. Αυτό δημιουργεί ένα είδος ιδρυματοποίησης των θυμάτων, τα οποία δεν μπορούν πια να αντιδράσουν, αλλά στο τέλος έρχεται η Θεία δίκη για αυτό το τέρας της φύσης.

      Αυτή είναι λίγο-πολύ η ιστορία του Φαέθωντα που όμως δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας, καθώς η διάρκεια του έργου (60΄-80’) δεν ήταν ικανή να αφήσει το κείμενο να αναπτυχθεί. Οι χαρακτήρες ήταν ελλιπείς, εκτός από τον πρωταγωνιστή (δηλ. τον πατέρα) ο οποίος ανέλυε ακατάπαυστα τις θεωρίες του, αλλά δεν μας έδωσε ούτε μια δικαιολογία για τα ακατανόμαστα εγκλήματά του, ως όφειλε. Ακόμη και οι σκληρότεροι ρόλοι στο παγκόσμιο δραματολόγιο έχουν κάποια δικαιολογία για την κακή δράση τους, αλλά εδώ ο συγγραφέας εξέθεσε τον κύριο ρόλο του χωρίς να του αφήνει χώρο να προκαλέσει ουδεμία συμπάθεια από το κοινό. Το κείμενο κατά τα άλλα ήταν καλογραμμένο, αν και η εμφανής βία θα μπορούσε να λείπει…Τώρα, όσον αφορά στην εκτενή αναφορά του πρωταγωνιστή στα θεία, μάλλον μας βάζει σε σκέψεις, καθώς η τέχνη μεν δεν χρειάζεται να έχει όρια, αλλά έχει η υπομονή του κοινού.

      Όσον αφορά στη σκηνοθετική ματιά του έργου από τον κ. Θάνο Νίκα, η άποψή μου είναι ότι ο κ. Νίκας είχε στιγμές έμπνευσης, μιας και είναι πολύ δύσκολο να «ανεβάσεις» μια παράσταση σε μια σκηνή τόσο μικρή, όπως μια σοφίτα, αλλά και άτυχες στιγμές κούρασης του κοινού. Πρώτη φορά μου τυχαίνει σε τόσο μικρή σκηνή να καταφέρω να μην δω το πρόσωπο του κύριου ρόλου σε δύο πολύ σημαντικούς μονολόγους του. Αυτό είναι κακή σκηνοθεσία. Από την άλλη, η ατμόσφαιρα που δημιουργείται σε όλη τη διάρκεια του έργου είναι μοναδική από την άποψη ότι ο θεατής αντιλαμβάνεται τα πάντα, συμμετέχει και λυπάται τους ήρωες για την κακή τους μοίρα. Η υπερβολική ωμή βία θα μπορούσε να λείπει.

    Ο βασικός χαρακτήρας του έργου, τον οποίo υποδυόταν ο κ. Στράτος Τζώρτζογλου (Άμνετ Λομ), είναι ο μόνος λόγος για να δεις την παράσταση. Αυτό ακούγεται σκληρό, αλλά δεν υπάρχει λόγος να δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις, και θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. Παρόλο που ο θίασος (ars moriendi)  είναι καλός, πολύ καλός θα έλεγα για τις προσδοκίες μου, εντούτοις δεν έχει την εμπειρία του πρωταγωνιστή και αυτό φαίνεται. Ο κ. Τζώρτζογλου κάνει «περίπατο» σε έναν ρόλο που είναι γραμμένος στα μέτρα του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και εύκολος. Η υποκριτική του δεινότητα έχει πολλαπλασιαστεί σε τέτοιο βαθμό που πλέον δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις από τον ρόλο, καθώς είναι συγκεντρωμένος απόλυτα στον χαρακτήρα που υποδύεται, ενεργοποιείται από αυτόν και δεν «βαριέται» ούτε στιγμή. Υπέροχος, μεγάλη υποκριτική στιγμή, αλλά λίγος (όπως προαναφέραμε για τη διάρκεια του έργου) χρονικά, γιατί ο ρόλος θα ήθελε κάποια ανάπτυξη. Το σημαντικότερο όλων είναι πως ο κ. Τζώρτζογλου δεν είδε το έργο και τον ρόλο σαν ένα όχημα προσωπικής του προβολής, όπως θα μπορούσε, μιας και είναι καταξιωμένος ηθοποιός, αλλά έδωσε χώρο και «αέρα» και στους υπόλοιπους ηθοποιούς να δείξουν την αξία τους, κάτι που σπάνια συμβαίνει στο θέατρο. Οι μεγάλες σκηνές και τα κλασικά έργα χρειάζονται μεγάλα ταλέντα, όπως αυτά του κ. Τζώρτζογλου.

       Η κ.Θεανώ Αμοιρίδου, ως Τζούλι Λομ, με ξάφνιασε θετικά.  Παρόλο που δεν έχω παρακολουθήσει την καλλιτεχνική της πορεία, είδα ότι είναι σοβαρή καλλιτέχνης με πολύ ταλέντο, η οποία χάνεται σε μια τόσο μικρή ομάδα. Προσέδωσε στον ρόλο μια σοβαρότητα και μια λανθάνουσα θλίψη την οποία αντιλαμβάνεται αμέσως ο θεατής. Ο ρόλος ήταν αρκετά μικρός αλλά πολύ έντονος ώστε να φανεί η σημαντική υποκριτική δεινότητα της κ. Αμοιρίδου, η οποία ταυτίστηκε απόλυτα με τον ρόλο.
      Ο κ. Νίκος Ράμμος, ως Λέλο Λομ, είναι μια αποκάλυψη. Έφερε εις πέρας έναν πολύ δύσκολο ρόλο με πολλές απαιτήσεις.
        Η κ. Κατερίνα Συναπίδου ως Ανν Λομ έπαιξε με εγκράτεια και απλότητα.
        Η Ελευθερία Μαυρίδου ως Μπεθ Λομ προσέδωσε στον χαρακτήρα της μια επιπλέον ελαφρότητα που όμως δεν δημιουργούσε αντίθεση με το κείμενο και τα δρώμενα.
        Τα κοστούμια της κ. Χατζηδημητρίου έδιναν χρώμα στον μουντό λευκό χώρο που έμοιαζε με ψυχιατρικό ίδρυμα. Πολύ εμπνευσμένη δουλειά. Η κ. Τριαντάκη το παράκανε λίγο στις κινήσεις βίας οι οποίες θα έπρεπε να είναι πιο σκηνικές και εικονικές.

Η παράσταση θα παίζεται στη σοφίτα του λαογραφικού και εθνολογικού μουσείου της Θεσσαλονίκης έως τις 26/5 και μετά στο Βόλο.

-------------------------------------------------------------------------------------------------




Κριτική παράστασης: Η νεράϊδα και το παληκάρι



     Ενδιαφέρουσα παράσταση, τα κείμενα της οποίας ανήκουν στον Λάκη Μιχαηλίδη, ο οποίος είχε γράψει και την ομώνυμη ταινία του 1969. Η διασκευή του Γιώργου Βάλαρη είναι πιστή στο κείμενο το οποίο έτσι κι αλλιώς είναι καλογραμμένο, οπότε οποιαδήποτε παρέμβαση θα έκανε πολύ κακό σε αυτό. Ο Βάλαρης όμως επεχείρησε και τη σκηνοθεσία για την οποία υπάρχουν κάποιες αντιρρήσεις. Ναι μεν ένα καλό κείμενο μπορεί να δημιουργήσει μία επιτυχία, αλλά μια κακή σκηνοθεσία μπορεί να καταστρέψει το καλό κείμενο. Δεν υπάρχει και λόγος να επεκταθώ, έτσι κι αλλιώς εδώ το κείμενο και η μουσική σώζει τα πάντα.
       Ο Ζωιδάκης κλήθηκε να είναι σχεδόν σε όλο το έργο επάνω στη σκηνή για να δώσει αυτό το «φολκλορικό» κλίμα, το οποίο και επετεύχθη εν μέρει –πώς όχι άλλωστε;- με τόσους βρακοφόρους επί σκηνής (Κρητικός χορευτικός σύλλογος: Βρακοφόροι δυτικής Μακεδονίας) δεν θα ήταν δύσκολο να το επιτύχει. Τα τραγούδια που επιλέχτηκαν μπορεί να μην ήταν τα αυθεντικά της ταινίας, αλλά ήταν πολύ καλές επιλογές του Ζωιδάκη και ταίριαζαν απόλυτα στην υπόθεση του έργου, το οποίο έτσι κι αλλιώς διαδραματίζεται στην Κρήτη. Αν μπορούσε να σου «μείνει» κάτι από την παράσταση, αυτό σίγουρα θα ήταν τα τραγούδια και το καλό κλίμα που δημιουργείται και από αυτά αλλά και από το κέφι των συντελεστών, οι οποίοι ήταν περίφημοι, αλλά όχι όλοι.
      Μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάμε στην κριτική των ηθοποιών και αρχίζουμε από την κ. Μαρία Κορινθίου, η οποία ως Κατερινιώ ανέλαβε μεγάλο βάρος στις πλάτες της. Πολλές φορές οι άνθρωποι τείνουμε να υποβιβάζουμε τα πράγματα, όπως μια ερμηνεία, έναν ρόλο ο οποίος εκ πρώτης όψεως φαίνεται απλός και εύκολος. Ναι μεν, αλλά… Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Τα πάντα είναι θέμα οπτικής. Όταν η αείμνηστη Αλίκη Βουγιουκλάκη κλήθηκε να ερμηνεύσει το Κατερινιώ «έβαλε» στον ρόλο κάτι πολύ παραπάνω από νειάτα και ομορφιά. Αυτό το παραπάνω λοιπόν, δεν ήταν μόνο το ταλέντο, αλλά και η πείρα που είχε αποκτήσει από τις πάρα πολλές εργατοώρες πάνω στη σκηνή των θεάτρων και μέσα στα πλατώ των στούντιο. Έτσι, όλη αυτή η πείρα και το ταλέντο, και, και, και συνήργησαν ώστε το Κατερινιώ να έχει κάποιο βάθος, μια αληθινή υπόσταση. Δεν είδαμε τίποτα από αυτά στην ερμηνεία της κ. Κορινθίου. Χωρίς να θέλω να προσβάλλω κανέναν, ο ρόλος της Κατερινιώς ίσως να ήθελε λίγη παραπάνω προσοχή και όχι τόσο ελαφριά αντιμετώπιση από την ηθοποιό. Λίγη σοβαρότητα δεν βλάπτει.
Ας περάσουμε τώρα στον Μανούσο (Παναγιώτη Πετράκη), μια έξοχη επιλογή του σκηνοθέτη, μιας και ο Πετράκης έχει μεγάλη πείρα στα πολυθεάματα. Ναι μεν, αλλά…Ο Πετράκης παίζει καλά αλλά… με διαλείμματα. Τουτ’ έστιν, ότι μια «βρίσκει» τον ρόλο και μια τον «χάνει». Στα τραγούδια είναι καταπληκτικός, ως συνήθως.
     Τι να πούμε για τον μεγάλο πρωταγωνιστή της παράστασης, τον κ. Σταύρο Νικολαϊδη… Εδώ δεν υπάρχουν λόγια. Όλο το ταλέντο, η δουλειά, φάνηκαν σε αυτή την παράσταση, στον ρόλο του «νοματάρχη», ο οποίος είναι ένας απλός ρόλος, τον οποίο ο κ. Νικολαϊδης μετέτρεψε σε προσωπικό θρίαμβο. Πράγματι είναι χάρμα οφθαλμού!
     Περνάμε στη δεύτερη μεγάλη πρωταγωνίστρια, την Ευτυχία Φαναριώτη, η οποία κλήθηκε να ερμηνεύσει τον ρόλο της Λενιώς του Κωνσταντογιωργάκη! Πολύ αστείος ρόλος βεβαίως, αλλά και δύσκολος, καθώς μπορεί να γίνει γελοίος… Εδώ ο σκηνοθέτης μάλλον προστάτεψε την κ. Φαναριώτη και καλά έκανε γιατί θα μπορούσε να την οδηγήσει σε μονοπάτια μη καλλιτεχνικά, γιατί είναι γνωστό ότι τέτοιου είδους ρόλοι τονίζονται συνήθως πολύ άγαρμπα στη σκηνή μόνο και μόνο για να «βγάλουν γέλιο». Εδώ η κ. Φαναριώτη είναι σκερτσόζα, μπριόζα και άνετη σαν να κάνει περίπατο στη σκηνή γιατί παρόλο που ο ρόλος είναι αβαντοδόρικος, αυτό δεν το αφήνει στην τύχη του, αλλά καταφέρνει με τη μεγάλη πείρα και το ταλέντο της να κερδίσει το κοινό το οποίο στο τέλος την καταχειροκροτεί με μανία.
     Πολλοί καλοί οι κ. Γ. Κωνσταντίνου και Χ. Διαβάτη ως γονείς της Καταρινιώς. Η κ. Διαβάτη ίσως θα έπρεπε κάποτε να αποβάλει τον ρόλο που την έκανε ευρεία γνωστή, δηλαδή αυτόν της Φλώρας στους «Δύο ξένους».
    Ενδιαφέρουσες ερμηνείες μας χάρισαν και οι Κωνσταντινίδης, Μεριανός και Ζαχάρωφ. Ο κ. Π. Ξεκούκης είναι καλός ως Σκανταλάκης αλλά δυστυχώς τον ρόλο έχει «καπαρώσει» ο Σπ. Καλογήρου και έτσι δείχνει πολύ «λίγος» σε αυτόν…
     Πολύ καλοί οι Φρίγγας, Ιντζέογλου και Δελαγραμμάτικας.
Τα σκηνικά της Λίας Ασβεστά ήταν απαράδεκτα, αλλά υποθέτουμε ότι αυτό οφείλεται στους χαλεπούς καιρούς…Ως συνήθως. Τα κοστούμια της Έλενας Παπανικολάου μας αντάμειψαν σε σχέση με τα σκηνικά.


Η παράσταση θα παίζεται στο Ράδιο σίτυ έως τις 14/4/19
E.Β.


9/4/19






--------------------------------------------------------------------------



Κριτική για την παράσταση: TOC TOC

       Από τις λίγες φορές που βλέπεις ένα έργο, μια παράσταση, και σε βάζει σε σκέψεις χωρίς να έχει προηγηθεί ταλαιπωρία, δηλαδή κούραση, βαρετή αναμονή έως το τέλος. Αυτό είναι το «ΤΟC TOC». Κωμωδία ναι, αλλά όχι ελαφριά, παρόλο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι λόγω του ελευθεριάζοντος κειμένου της…Τόσο ελευθεριάζον που κάποτε που απαγορευόταν η βωμολοχία και γενικά επικρατούσε κάποια λογοκρισία στο θέατρο, δεν υπήρχε περίπτωση να «ανέβει». Ο λόγος λοιπόν, ενοχλεί. Ας το τονίσουμε κι αυτό, για να μην τα ισοπεδώσουμε όλα στο βωμό της καλοπέρασης, του αστείου, της κωμωδίας, της καλοπέρασης. Αν και δεν έχω το γαλλικό κείμενο, είναι σίγουρο –λόγω επαγγελματισμού των ιθυνόντων- ότι προσομοιάζει αρκετά στο αρχικό. Οπότε, η ένστασή μου απευθύνεται στον Γάλλο συγγραφέα Λωράν Μπαφί, ο οποίος θα μπορούσε να είναι πιο συγκρατημένος στο αρκετά βωμολόχο κείμενό του… Αλλά ίσως και να μην ήταν και τόσο λανθασμένη η σκέψη του.
       Το έργο «πιάνει» ένα πολύ λεπτό θέμα, το οποίο είχαν αφήσει οι «ψυχαναλυτές» του 20ου αιώνα Τσέχοφ και Στρίντμπεργκ που ως επί το πλείστον είχαν ως κύριο θέμα τους τις ψυχολογικές διαταρραχές των ανθρώπων, αφού η ψυχανάλυση ήταν πολύ της μόδας εκείνη την εποχή, αλλά τα θέματά τους ήταν ειδομένα από μια άλλη, πιο «σοβαρή» ματιά.
         Εδώ ο Μπαφί μας εκθέτει το θέμα της ΙΔΨ (ιδεοψυχαναγκαστικής διαταρραχής) ή αλλιώς OCD -(Obsessive-compulsive disorder στα αγγλικά) και TOC (Trouble obsessionel compulsif στα γαλλικά)- όπως το έχει αντιληφθεί αυτός, ως μια διαταρραχή πολύ ενοχλητική, αλλά σχετικά δυνατό να εξαλειφθεί ή να περιοριστεί αν εφαρμοστεί «η μέθοδος της αγάπης». Επ’ αυτού βέβαια πολλοί καθηγητές της ψυχιατρικής θα διαφωνούσαν γιατί δεν εμπίπτει και πολύ στο φάσμα των γνώσεών τους, καθώς οι ίδιοι θα συνιστούσαν χάπια, ψυχανάλυση, κ.τ.λ. Ο Μπαφί όμως, ως ιδεολόγος θα λέγαμε, επιζητεί και επιδιώκει το καλύτερο, δηλαδή ένα θαύμα, όπως είναι η καταστροφή του κακού μέσω της αγάπης και της κατανόησης… Γίνεται; Ποιος ξέρει; Αλλά ας επανέλθουμε στην ελληνική παράσταση του έργου με κύριο αυτουργό τον σκηνοθέτη και αρχικό «ανεβαστή» του έργου στην Ελλάδα, τον κ. Κώστα Σπυρόπουλο.
       Η ιδέα πολύ καλή…Ένα έργο, άπαιχτο ακόμη, έτοιμη επιτυχία από τη Γαλλία, Ισπανία, Ν. Αμερική κ.λ.π., θα μπορούσε να κάνει «πιένες» - όπως έλεγαν κι οι παλιοί θεατρίνοι όταν έβλεπαν γεμάτη την αίθουσα και συνεπώς το ταμείο του θεάτρου. Θα μπορούσε όμως να είναι μια πολύ κακή ιδέα, δεδομένου ότι όσο κι αν όλοι πλέον υποστηρίζουν τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί στο θέατρο, εκτός ολίγον εξαιρέσεων, όπως είναι οι παραστάσεις των κλασικών έργων, δηλαδή του Σαίξπηρ, του Μολιέρου και οι αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες.
       Είναι λοιπόν το ΤΟC-ΤΟC κλασικό; Θα μπορούσε να γίνει. Η κατάλληλη μεταφορά του στα ελληνικά δεδομένα από τους κ. Σπυρόπουλο και κ. Μπέη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το έργο έγινε επιτυχία και χάρη σε αυτή την μεταφορά. Ίσως το γαλλικό κείμενο αυτό καθαυτό να μην έλκυε τόσο τον Έλληνα θεατή, ο οποίος έχει ακούσει πάμπολλες φορές τους Έλληνες ηθοποιούς  καλούνται επάνω στη σκηνή με ξένα ονόματα, λόγω ξενόφερτων έργων. Αλλά εδώ η μεταφορά των ονομάτων σε ελληνικά, οι συνήθειες, οι ομάδες (Άρης-ΠΑΟΚ) βοήθησαν στον εξελληνισμό του ξένου έργου και έτσι η επιτυχία είχε αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε την σκηνοθεσία του κ. Σπυρόπουλου ο οποίος πέτυχε το πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, δηλαδή το αμείωτο, επί διώρου και κάτι ενδιαφέρον του θεατή γιατί παρόλο που το κείμενο είναι ομολογουμένως αστείο, αυτό δεν έφτανε, γιατί οι πρωταγωνιστές είναι συνεχώς επάνω στη σκηνή, ερχόμενοι ένας ένας και αυτό οδηγεί τον σκηνοθέτη σε ένα αδιέξοδο, ως προς το ενδιαφέρον του κοινού και του ζητάει σκηνοθετικές λύσεις όπως η συνεχής κίνηση, η ζωντάνια από πλευράς ηθοποιών όπου χρειάζεται και οι σοβαρές ερμηνείες που κρατούν σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του θεατή. Ως προς την ερμηνεία του ως ηθοποιού θα μιλήσουμε αργότερα.
      Η μετάφραση της κ. Μπέη και του κ. Σπυρόπουλου ήταν σωστή. Η απόδοση σαρωτική, καθώς ούτε και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν μπορούσε να  αναγνωρίσει το κείμενό του μετά από αυτή τη μεταφορά.
       Ο Δημήτρης Σταρόβας ως Φώτης Σταθάκης  με το σύνδρομο Ζιλ ντε λα Τουρέ (συνεχής βωμολόχος) προκαλεί συνεχές γέλιο, γιατί ίσως είναι ο μόνος που δεν λυπάται ο θεατής ως χαρακτήρα. Ο ίδιος ο Σταρόβας παίζει λιτά και εσωτερικά. Δεν προσπαθεί να υποδυθεί τον Σταθάκη γιατί έχει ταυτιστεί με τον ήρωα, κάτι που μόνο μεγάλοι θεατρίνοι μπορούν να το καταφέρουν. Ίσως «κρατάει» πολύ μέρος της παράστασης στις πλάτες του που είναι κάτι πολύ δύσκολο.
     Η κ. Γιούλη Τσαγκαράκη ως Νίτσα Νοικοκυράκη, η Κρητικιά που καθαρίζει τα πάντα γιατί έχει το σύνδρομο της μικροβιοφοβίας έχει αρκετά μεγάλη  νευρικότητα στον ρόλο της, κάτι που δεν δικαιολογείται. Θα μπορούσε να τον υποδύεται πιο ήρεμα, αλλά να προκαλεί γέλιο καθώς η αμφίεσή της έτσι κι αλλιώς είναι αρκετά κωμική. Κατά τα άλλα, πρόκειται για πολύ δύσκολο ρόλο με συνεχείς εντάσεις, τις οποίες βγάζει πέρα αρκετά καλά. Ακόμη, το κείμενό της και η προφορά της είναι δύο αρκετά μεγάλες δυσκολίες που πρέπει να φέρει εις πέρας και στις οποίες ανταποκρίνεται αρκετά ικανοποιητικά.
       Η κ. Λίλιαν Κοντομάρη ως Άννα Μαρία Κλεοπάτρα Μπιμπίκα έχει 2-3 σύνδρομα. Νομίζει ότι ξεχνάει συνεχώς κάτι, έχει διπλή προσωπικότητα και αναφέρεται διαρκώς στους Αγίους (κάτι που δεν συνιστά σύνδρομο, αλλά το κακό έγκειται στη συνεχή και επαναλαμβανόμενη αναφορά σε μόνο ένα θέμα). Ενδιαφέρουσα η προσέγγιση του ρόλου, με ένα συνεχές πανικόβλητο βλέμμα που προκαλεί πότε οίκτο και πότε γέλιο στον θεατή. Ας προσέξει την υπερβολή στις εκφράσεις της, καθώς πότε-πότε «ξεφεύγει».
      Η κ. Κατερίνα Θεοχάρη είναι απολαυστική ως η Λαρισαία Λίλη Παπαγεωργοδημητρομανωλακίδη που πάσχει από παλιλαλία και είναι και η μόνη για την οποία μαθαίνουμε την αιτία της διαταρραχής της. Ο ρόλος της είναι πολύ απαιτητικός καθώς πρέπει να επαναλαμβάνει συνέχεια το λόγια της και είναι σαν να παίζει κάθε φορά δύο έργα μαζί, αλλά «βγάζει» πέρα τον ρόλο πολύ καλά προκαλώντας γέλιο αλλά και συμπάθεια.
      Ο κ. Νίκος Πολυδερόπουλος ως Μπάμπης Γραμμένος που τραυλίζει αλλά έχει και τη φοβία των γραμμών και της συμμετρίας, έχει πάρει τον ρόλο με το σπαθί του. Παρόλο του ζεν πρεμιέ παρουσιαστικού του, μας αποδεικνύει ότι είναι και πολύ καλός ηθοποιός αλλά και κωμικός, κάτι πολύ σπάνιο στις μέρες μας.
      Ο Δημήτρης Κατσόγιαννος και η Εβελίνα Καραπάνου έχουν απλά ένα πέρασμα από τη σκηνή, χωρίς να μπορούν να δείξουν κάτι περισσότερο λόγω  κειμένου.          
      Τελευταίος, αλλά όχι χωρίς σημασία, είναι ο κύριος πρωταγωνιστής (αν και όλοι είναι ουσιαστικά πρωταγωνιστές εδώ) της παράστασης, το «πρώτο βιολί» αν θέλετε, ο κ. Κώστας Σπυρόπουλος, που εδώ ξετύλιξε μια άλλη πτυχή του πολύπλευρου ταλέντου του, αυτό του κωμικού αλλά και δραματικού…Ο αυτιστικός λοιπόν Βασίλης Δαμπάογλου έχει αριθμομανία, αλλά η ζωή του κυλάει κανονικά. Έχει μανία με μια συγκεκριμένη αθλητική ομάδα -κάτι που εντείνει ίσως το  πρόβλημά του- ή θα μπορούσε το πρόβλημά του να είναι η πηγή της μανίας του με αυτήν την ομάδα που έχει ιστορία σε περίεργες συμπεριφορές οπαδών,  ιδίως στα γήπεδα. Ας τα αφήσουμε όμως αυτά και ας εστιάσουμε στην ερμηνεία αυτού του ρόλου η οποία δεν έγινε «ελαφρά τη καρδία» από τον ηθοποιό. Κατ’ αρχάς ο αυτιστικός άνθρωπος, ως ρόλος είναι αρκετά δύσκολος, ανάλογα και με την ένταση της πάθησης. Εδώ η ισορροπία είναι πολύ σημαντική, καθώς ο κ. Σπυρόπουλος ερμηνεύει έναν άρρωστο άνθρωπο με την ευαισθησία και το σεβασμό που αρμόζει σε μια τέτοια κατάσταση αλλά χωρίς να χάνει σε αληθοφάνεια και σε σοβαρότητα. Φυσικά και δεν «κοροϊδεύει» τον ρόλο αλλά του φέρεται σαν πατέρας που αγαπάει το πρόβλημά του και το υποδύεται με αγάπη. Ακόμη και το ξέσπασμά του είναι συγκρατημένο αλλά η σύγχυση εμφανής και πολύ καλά δουλεμένη. Πολύ μεγάλη δημιουργία που θα μπορούσε να αντανακλά σε πολύ σημαντικούς μελλοντικούς ρόλους.
      Ας περάσουμε στα δεύτερα, αλλά όχι ασήμαντα μιας παράστασης, όπως είναι τα σκηνικά, τα οποία είναι πολύ καλά δουλεμένα. Ο Γιάννης Μουρίκης δημιούργησε μια ψυχρή αίθουσα αναμονής ιατρείου που εντούτοις «θερμαίνεται» από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Μια μικρή ένσταση ως προς το μπάνιο… Δεν νομίζω ότι το παράθυρο είναι υποχρεωτικό, μάλλον περιττό.
     Οι κυρίες Νικόλ Παναγιώτου και Στεφανία Λυμπεροπούλου έκαναν πολύ καλή δουλειά στα κοστούμια, αν και υπερβολικό το τζιν-κολάν του ταξιτζή. Οι φωτισμοί του κ. Χρήστου Τζιόγκα καλοί.
     Μια τελευταία παρατήρηση ως προς τη σκηνοθεσία (ή για τον υπεύθυνο για τη μουσική). Η μουσική στην αρχή και στο τέλος του έργου αλλά και στα διαλείμματα θα μπορούσε να λείπει, καθώς τη θεωρώ αρκετά περιττή και τα τραγούδια του Τζίμη Πανούση, όσο και διασκεδαστικά και να είναι, δεν προδιαθέτουν τον θεατή για αυτό που θα ακολουθήσει, μάλλον τον συγχύζουν και τον εκνευρίζουν. Το τραγούδι του Γιώργου Σαμπάνη είναι αρκετά ενδιαφέρον, ιδίως η μελωδία.


Η παράσταση «TOC TOC» θα βρίσκεται στο θεάτρο Ράδιο Σίτυ έως τις 6/1/19 και αργότερα στο θέατρο Ήβη στην Αθήνα.

Ε.Β.

27/12/2018










-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κριτική για την παράσταση: Μάμα μία

      Το θεατρικό έργο Mamma mia είναι γνωστό και αγαπημένο. Έχει γίνει ταινία στον κινηματογράφο με τη Μέριλ Στριπ, παιζόταν για πολλά χρόνια στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου αλλά και στο Μπρόντγουαιη της Νέας Υόρκης.
     Η μεγάλη του αυτή επιτυχία οφείλεται κυρίως στη μουσική των ABBA οι οποίοι έδωσαν τα τραγούδια ενός μουσικού δίσκου τους στην παράσταση και έτσι, η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη.  Έτσι έγινε και στην ελληνική μεταφορά του έργου από την Θέμιδα Μαρσέλλου, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει πάρει «σβάρνα» όλα τα επιτυχημένα μιούζικαλ του εξωτερικού όπως: «Άννι», «Οικογένεια Άνταμς», «Ιησούς Χριστός υπέρλαμπρο άστρο» και τα μεταφέρει σε ελληνικές θεατρικές σκηνές για δικούς της λόγους, οι οποίοι προφανώς και είναι το κέρδος.
      Ας μην είμαστε όμως κακοί και ζηλόφθονοι, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο όλων που κάνουν μια δουλειά, ακόμη και μια καλλιτεχνική δουλειά, όπως αυτή του σκηνοθέτη. Όμως, εγώ τουλάχιστον, δεν μπορώ να κατανοήσω την εμμονή στα μιούζικαλ, καθώς χρειάζονται όγκο πολλών πραγμάτων, όπως ταλέντου, χρημάτων, και ξανά ταλέντου, αλλά και πολλή όρεξη, η οποία έχει κοπεί μαχαίρι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
    Όπως και να ‘χει, η κρίση είναι κρίση και η κριτική, κριτική που εδώ απευθύνεται σε κοινό που έχει απολαύσει ήδη την παράσταση και που δεν ξέρω αν θα συνεχιστεί αυτή η απόλαυση χρονικά.
    Λοιπόν, η μουσική και οι στίχοι είναι των Άντερσον και Ουλβάους, οι οποίοι, τη δεκαετία του ’70 που έγραψαν αυτά τα τραγούδια έδωσαν όλο τους το ταλέντο και τη νεανική τους ψυχή σε αυτά. Υπέροχες μπαλάντες και χορευτικά, κανονικά αριστουργήματα που δημιουργούν από μόνα τους μια ειδική ατμόσφαιρα και σε μεταφέρουν σε έναν δικό τους υπέροχο κόσμο.

      Η υπόθεση της παράστασης ανήκει στους Τζόνσον και Κρέιμερ και ήρθε και ταίριαξε ακριβώς με τις συνθέσεις των Άμπα. Μια γυναίκα που κάνει διακοπές σε ένα ελληνικό νησί μόνη, καταλήγει έγκυος από έναν από τους τρεις φίλους της αλλά δεν ξέρει από ποιόν. Αφού η μητέρα της την αποκληρώνει, παραμένει στο νησί μην έχοντας πού αλλού να πάει και κάνει διάφορες δουλειές ως μπαργούμαν και συνοδός μιας ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία όμως της αφήνει μια περιουσία που της επιτρέπει να αγοράσει ένα ξενοδοχείο και να ζει από αυτό. Όταν όμως η κόρη της μεγαλώνει τής έρχεται η ιδέα να παντρευτεί στα είκοσί της χρόνια και να καλέσει στον γάμο της και τους τρεις πρώην φίλους της μητέρας της και πιθανούς πατεράδες της. Τελικά οι τύποι καταφθάνουν, αλλά ένας από αυτούς καταλήγει παντρεμένος με τη μητέρα της κοπέλας. Ουσιαστικά η κόρη αποκαθιστά τη μάνα – λες να ήταν αυτός ο σκοπός της από την αρχή;- και όλοι ζουν καλά και εμείς… άστα.
     Αρχίζω από το μπαλέτο της Άννας Αθανασιάδη που αρίστευσε στις χορογραφίες οι οποίες ήταν επικές, δηλαδή αρκετά πολλές για μια παράσταση των δυόμιση ωρών.   Οι χορευτές ήταν της εξαιρετικοί και συγχρονισμένοι. Οι χορογραφίες υποθέτω ότι έμοιαζαν τις αντίστοιχες του εξωτερικού, οπότε μάλλον προσαρμόστηκαν απλά από την κ. Αθανασιάδη. Ίσως βέβαια θα έπρεπε να σταματήσει το κακό συνήθειο που έχουν τα θέατρα να χρησιμοποιούν τους χορευτές ως ηθοποιούς γιατί δεν είναι.
         Συνεχίζω με την σκηνοθεσία της κ. Θέμιδας Μαρσέλλου η οποία απλά προσαρμόστηκε στα ελληνικά δεδομένα, γιατί μεταφέρθηκε από την αγγλική παράσταση, όσο αυτό είναι δυνατόν φυσικά, αν και έγιναν μερικές διαφοροποιήσεις, όπως το νησιωτόπουλο που μιλάει κυπριακά –πού βρέθηκε ο Κύπριος στη Σκόπελο;- Επίσης το γεγονός ότι ούτε μια φορά δεν αναφέρθηκε το όνομα του νησιού στο οποίο έγιναν όλα αυτά που μας εξιστορεί η σκηνοθέτης είναι μια τραγική συνήθεια των «μεταφορέων» παραστάσεων του εξωτερικού να ακούν τα αφεντικά, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να πάρουν όχι τα δικαιώματα, αλλά ούτε μια ατάκα από το ξένο έργο.
      Η πρωταγωνίστρια και πολύπαθη μάνα της ιστορίας, καμία σχέση δεν έχει με το κείμενο και την περιγραφή του ρόλου εσωτερικά. Η κ. Δέσποινα Βανδή ζει προφανώς με το όνειρο της καριέρας στο θέατρο και καλά κάνει, γιατί όλοι με ένα όνειρο ζούμε… Αλλά ίσως να χρειάζεται να το εγκαταλείψει γιατί η αρχική της επιλογή ήταν και η καλύτερη.  Το κασέ της μεταφέρθηκε και στο θέατρο καθώς το τριαντάρι δεν πληρώνεται ως εισιτήριο πλέον σε ελληνικό θέατρο αν δεν παίζει κάποιος σταρ… Και δυστυχώς οι εγχώριοι σταρ μας τελείωσαν. Αναζητήθηκε λοιπόν μια «βεριτάμπλ» σταρ - όχι η Ζωζώ Σαπουντζάκη, (η οποία ομολογουμένως αν την αναλάμβαναν οι ξένοι μακιγιέρ θα ήταν υπέροχη στον ρόλο) - που να μπορεί να τα «λέει», όπως λένε στο θέατρο. Έσπασαν λοιπόν όλοι τα κεφάλια τους στη σκέψη και αποφάνθηκαν ότι η Βανδή και σταρ είναι και στη σκηνή στέκει και τα λέει…Ξέχασαν όμως ένα πράγμα:  Η κ. Βανδή δεν είναι ηθοποιός, αλλά είναι τραγουδίστρια. Δυστυχώς όλη η παράσταση θύμιζε ένα τεράστιο βίντεο κλιπ που απλά στα σημεία που η τραγουδίστρια έπρεπε να τραγουδήσει, μιλούσε. Καλή, δε λέω, αλλά αν σου έδιναν και μερικά λουλουδάκια να πετάξεις –γαρδένιες ας πούμε- θα περνούσες καλύτερα και εσύ και αυτή.
      Η κορούλα τώρα, η κ. Εύα Τσάχρα ήταν αποκάλυψη. Τραγουδίστρια με πολλή καλές σπουδές στο κλασικό τραγούδι, μας άφησε άφωνους με το άψογο τραγούδι της, την καλή φωνή της και την ερμηνεία της στον ρόλο της νέας που έχει πάρει τον κακό χαρακτήρα της μητέρας της, όπως το να είναι εγωίστρια, αλλά να έχει και δικά της καλά στοιχεία, όπως το να θέλει να βρίσκει λύσεις και να απολαμβάνει αυτά που έχει. Απόλυτα συγκεντρωμένη στον ρόλο η κ. Τσάχρα, είναι ένα ταλεντάκι που σπάνια βρίσκει κανείς στις μέρες μας.
       Οι δύο φίλες της πρωταγωνίστριας, η κ. Μαριέλλα Σαβίδου και η κ. Μπέτυ Μαγγίρα έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να καλύψουν μεγάλα κενά. Η κ. Σαββίδου  ήταν απόλυτα πειστική στον ρόλο του αγοροκόριτσου που όμως η ωριμότητα δεν της έβαλε μυαλό. Καλή, αρκετά κωμική και με ταλέντο στα χορευτικά μέρη.
    Η κ. Μαγγίρα ήταν η μεγάλη πρωταγωνίστρια της παράστασης. Γεννημένη θεατρίνα, έδωσε τον καλύτερό της εαυτό σε έναν ρόλο που ναι μεν την κολάκευε, αλλά η ίδια δεν στάθηκε εκεί και κατάφερε να το «κοροϊδέψει» το πράγμα, να βγάλει γέλιο αν και ντάμα,-πράγμα πολύ δύσκολο, μόνο μεγάλα ταλέντα το καταφέρνουν αυτό, όπως η  αξέχαστη Ρένα Βλαχοπούλου- και μετάδιδε στον θεατή μια αισιοδοξία που μάλλον έχει ως άνθρωπος, αλλά μπορεί να το μεταλαμπαδεύσει και παραπέρα.
     Οι άντρες της παρέας ήταν οι εξής τέσσερεις: Άρης Μακρής (μέλλον σύζυγος), Άκης Σακελλαρίου, Αλέξανδρος Μπουρδούμης και Αργύρης Αγγέλου (πρώην φίλοι της μάνας).
     Ο κ. Μακρής, οποίος είναι και αυτός τραγουδιστής με πολύ καλή φωνή, φαίνεται λίγο χαμένος μέσα σε όλο αυτό που λέγεται φώτα, λάμψη, σόου μπίζνες και προσπαθεί να βρει μια ταυτότητα, η οποία όμως μπορεί να μην βρίσκεται εκεί που ψάχνει. Ναι, είναι ωραίος, τα «λέει», αλλά αυτό δεν αρκεί. Το ταλέντο είναι μερικές φορές ύπουλο γιατί ακόμη κι αν υπάρχει στο χορό, στο τραγούδι, στην υποκριτική, δεν είναι ικανό να σε πάει παραπέρα γιατί δεν «φτάνεις» στο κοινό. Δυστυχώς ισχύει και αυτό και στην περίπτωση του κ. Μακρή αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Η παρατήρηση των συμπρωταγωνιστών του και ιδίως του κ. Σακελλαρίου θα βοηθούσε να διορθώσει αυτό το πρόβλημα. Επίσης, κάτι πολύ απλό, αλλά σημαντικό. Πρέπει να μιλάει πιο δυνατά γιατί δεν παίζει μόνο για την πλατεία.
      Ο κ. Μπουρδούμης υποδύεται τον πρώτο φίλο της «μάμα», ο οποίος είναι πολύ άνετος τύπος μέχρι το σημείο της αναγγελίας της πατρότητας. Εκεί τα χάνει, αλλά είναι έτοιμος να αναλάβει τις ευθύνες του. Καλός και αστείος αλλά κακός για μιούζικαλ, ιδίως στα σημεία του χορού.
      Ο κ. Σακελλαρίου ζει για το θέατρο. Υποδυόμενος τον δεύτερο φίλο της «μάμα», μας χαρίζει αρκετές στιγμές γέλιου αλλά ο συγκεκριμένος ρόλος δεν τον αφήνει να «απογειώσει» το ταλέντο του. 
       Τέλος, ο τρίτος φίλος, ο κ. Αργύρης Αγγέλου είναι τελείως λάθος για τον ρόλο ηλικιακά, εκτός κι αν μικροδείχνει πάαααρα πολύ. Όπως και να ‘χει, δίνει πνοή στον γιάπι που είναι και γκέι, αλλά τελικά είναι τόσο συμπαθής που ίσως να προκαλεί στο κοινό την ιδέα του να είναι αυτός τελικά ο πατέρας της «μικράς».
      Η απόδοση του κειμένου θα μπορούσε να έχει λιγότερα λάθη που «βγάζουν» μάτι, όπως η ανάγνωση της ημερομηνίας του ημερολογίου της κόρης, η οποία τοποθετεί τη γέννησή της σαράντα χρόνια πριν!!!! Ενώ η κοπέλα είναι δεν είναι είκοσι και αν αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι το έργο τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του 1990, ούτε τα ενδύματα, ούτε κάποια σημεία του κειμένου - όπως η αναφορά στο ίντερνετ - το δικαιολογούν.
              Τα σκηνικά του κ. Μανόλη Παντελιδάκη μας μεταφέρουν στη Σκόπελο και στις παραλίες της. Η δουλειά όμως αυτή υπονομεύεται μερικές φορές από τους λάθος φωτισμούς του κ. Λευτέρη Παυλόπουλου, οι οποίοι μας υπενθυμίζουν την αισθητική των ’80 των «Άμπα»… Πράσινοι και φουξ φωτισμοί κυριαρχούν που κάνουν το σκηνικό να φαίνεται φτηνό ενώ δεν είναι. Η κ. Παναγιώτα Κοκκορού έκανε πολύ καλή δουλειά με τα κοστούμια τα οποία δείχνουν απόλυτα τον χαρακτήρα του καθενός, ιδίως οι πιστές αντιγραφές των κοστουμιών της αυθεντικής παράστασης είναι μεγάλη επιτυχία.
         Τέλος, οι μουσικοί φαίνεται να έμαθαν καλά το δικό τους κείμενο και να αποδίδουν τις φράσεις απόλυτα σωστά και με μπρίο. Αυτοί είναι που τελικά ξεσηκώνουν τον θεατή.
                                                                                                                                                                     Ε.Β.
                                                                                                                                                          11/3/2018
     



Κριτική για την παράσταση: Ο αόρατος κόσμος
      Πολύ καλή η δουλειά της κ. Μπαλτατζή ως σκηνοθέτης, μεταφράστρια, διασκευάστρια και πρωταγωνίστρια του έργου «Πονηρό πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ, ή «Αόρατος κόσμος», όπως ονομάστηκε η διασκευή του. Δεν είναι εύκολο να δημιουργήσεις τις συνθήκες που θα έπρεπε να επικρατούν σε μια θεατρική αίθουσα όταν αυτή είναι τόσο περιορισμένη σε τετραγωνικά και όμως, στην Πολιτεία θεάτρου συμβαίνει να μπορεί ο θεατής να συγκεντρωθεί στην παράσταση παρόλο που πραγματοποιείται σε μια μικροσκοπική σκηνή.




     Η μαύρη κωμωδία του Νόελ Κάουαρντ τυχαίνει μιας πολύ καλής διασκευής και πάρα πολύ καλής μετάφρασης. Η δράση έχει γρήγορο ρυθμό, η σκηνοθεσία της κ. Μπαλτατζή βοηθάει σε αυτό, παρόλο που οι ηθοποιοί δανείζονται μερικές φορές τον χώρο των θεατών –ιδίως για την έξοδο και για την είσοδο- αλλά αυτό επηρεάζει λίγο  το τελικό αποτέλεσμα της παράστασης.
    Οι ηθοποιοί είναι καλά διδαγμένοι τους ρόλους τους. Ο κ. Αχιλλέας Δημητριάδης που «κρατάει» τον πρωταγωνιστικό ρόλο μας πείθει για την αγάπη του προς την σύζυγό του αλλά μας βάζει σε σκέψεις περί μεταθανάτιας απιστίας, καθώς, ως χήρος δεν σταματά να σκέφτεται και την πρώτη του σύζυγο. Ο κ. Δημητριάδης φαίνεται να έχει πείρα ως ηθοποιός και άνεση στη σκηνή.
   Η μαντάμ Αρκάτι, κατά κόσμον Μαρία Μπαλτατζή ταιριάζει απόλυτα με τον ρόλο και θα έλεγα ότι ταυτίζεται αρκετά με το μέντιουμ. Οι κωμικές της σκηνές θα έπρεπε να είναι λιγότερο επιτηδευμένες και «ζορισμένες».
    Η σύζυγος του Τομ, Ρουθ, κατά κόσμον Βασιλική Χαραλαμπίδου, είναι πολύ καλή, παρόλο που ο ρόλος της δεν είναι και τόσο απλός όσο φαίνεται. Τέλος, η κ. Μαρία Τοπάλη που υποδύεται το φάντασμα της Ελβίρας με εντυπωσίασε με το μπρίο της και την άνεσή της στη σκηνή. Σίγουρα θα μπορούσε να «σταθεί» επάξια και σε μια μεγαλύτερη σκηνή.
     Όσον αφορά την υπόθεση του έργου, αυτό με ξένισε λίγο γιατί παρόλο που ουσιαστικά είναι κωμωδία, πρόκειται όμως για μαύρη κωμωδία που προκαλεί κάποια αμηχανία στον θεατή γιατί το θέμα της είναι κάπως περίεργο και κάπως τρομακτικό, καθώς το συμπέρασμα που θα μπορούσε κανείς να βγάλει από το έργο είναι πως οι δύο κόσμοι θα έπρεπε να μην συγχέονται ούτε να επικοινωνούν με οποιονδήποτε τρόπο γιατί τότε τα αποτελέσματα είναι ολέθρια για όλους.
     Τα κοστούμια είναι πάρα πολύ όμορφα και δημιουργούν την ψευδαίσθηση του ρόλου στον θεατή. Η κ. Μαρία Μπαλτατζή έκανε πολύ καλή δουλειά ως ενδυματολόγος, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για τη σκηνική της επιμέλεια, καθώς η διακόσμηση ενός μεσοαστικού εγγλέζικου σπιτιού ίσως να έπρεπε να είναι λίγο πιο «βαριά» και όχι τόσο πρόχειρη.
      Η επιλογή των μουσικών κομματιών έφερε το αποτέλεσμα που προσδοκούσε το κείμενο, αλλά οι φωτισμοί δεν βοηθούσαν καθόλου την εναλλαγή μεταξύ άνω και κάτω κόσμου, καθώς με αυτούς θα μπορούσαν να δημιουργηθούν κάποια εφέ που ταιριάζουν σε μια τέτοια υπόθεση.
     
                                                                                                                                          Ε.Β.
                                                                                                                                 25/2/2018







Κριτική για την παράσταση:   Άντρες έτοιμοι για όλα


       Τα όνειρα του καθενός δεν μπορεί να τα ξέρει κάποιος. Ίσως αυτό να είχαν κατά νου οι συγγραφείς του έργου «Άντρες έτοιμοι για όλα» Στήβεν Σινκλέρ και Άντονυ Μακάρτεν. Όπως αυτοί οι πέντε φίλοι που είχαν διαφορετικό επάγγελμα ο καθένας τους αλλά τελικά έγιναν στριπτιζέρ για χάρη του φίλου τους και ουσιαστικά η καριέρα τους πήρε άλλη τροπή γιατί έγιναν για λίγο καλλιτέχνες, εκ του προχείρου φυσικά.
      Η υπόθεση του έργου βασίζεται στον πρωταγωνιστή (Αντώνης Καφετζόπουλος) που θέλει να πουλήσει το μαγαζί του για να πληρώσει 20.000 ευρώ στην εφορία. Έτσι, οι φίλοι του προσπαθούν να τον βοηθήσουν δίνοντας μια παράσταση στο μαγαζί του, που όμως φιλοδοξεί να συσσωρεύσει πολλά χρήματα στο ταμείο, λόγω του ιδιαίτερου της παράστασής τους. Η παράσταση δίνεται, η χορογραφία γίνεται, τα λεφτά μάλλον μαζεύονται, αλλά κατά τη διάρκεια της εκμάθησης της χορογραφίας από τους ενδιαφερόμενους πολλά γίνονται, οικογένειες χαλούν, φιλίες δοκιμάζονται και κανείς δεν ξέρει αν θα είναι όλοι ίδιοι έως το τέλος του έργου.
      Αυτή είναι εν ολίγοις η ιστορία του έργου, η οποία σκηνοθετήθηκε με αγάπη για το είδος από τους Παπαθανασίου-Ρέππα. Οι υπερβολές, όπου και αν υπήρχαν ήταν λίγες. Οι σκηνές είχαν ροή, το έργο παρότι χιλιοπαιγμένο και σε θέατρο και σε τηλεόραση δεν έδειχνε γερασμένο ούτε κουραστικό, αλλά αντίθετα είχε ανανεωθεί από τους διασκευαστές του σε πολλά επίπεδα, ακόμη και σε επίπεδο σχολιασμού της πραγματικότητας. Μια διόρθωση ίσως θα μπορούσε να μας επιτραπεί. Η προτελευταία σκηνή, παρότι αναγκαία, είναι άσχημη, καθώς σταματάει τη δράση και οδηγεί τον θεατή σε αφαίρεση. Θα πρότεινα τα φώτα να μεταφέρονται επάνω στη σκηνή κρυφά, με τρόπο ώστε να μην διακόπτεται η ροή.
        Οι ερμηνείες ήταν και αυτές αξιοσημείωτες. Ο πρωταγωνιστής της παράστασης Αντώνης Καφετζόπουλος ήταν καταπληκτικός ως μαγαζάτορας και υποψήφιος κατεστραμμένος. Όλα του τα συναισθήματα, φόβος, λύπη, απελπισία αλλά και γέλιο, δίνονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να περνούν απόλυτα στον θεατή και δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ειρωνίας, σαν να  κλείνει το μάτι στον φίλο που μπορεί να έχει και αυτός ανάλογο πρόβλημα αλλά να μην ξέρει τι να κάνει. Η προσέγγιση του ρόλου από τον κ. Καφετζόπουλο ήταν ένα σπάνιο δείγμα μεγάλου υποκριτικού ταλέντου από το οποίο οι νέοι –αλλά και παλιότεροι ηθοποιοί- έχουν πολλά να διδαχτούν. 
        Στη συνέχεια, ο «πολύς» Κώστας Ευρυπιώτης ήταν ο συνήθης ύποπτος, χωρίς να υπολείπεται σε ταλέντο από τον κ. Καφετζόπουλο, αλλά εντούτοις χρησιμοποίησε τερτίπια και μανιέρα που δεν ταιριάζουν στην πολύχρονη πορεία του. Παρόλ’ αυτά, έδωσε μια καλή ερμηνεία με πολύ όρεξη, κάτι που είναι πολύ δύσκολο μετά από τόσες παραστάσεις (η παράσταση είναι σε περιοδεία από το Καλοκαίρι).
       Οι κύριοι Κούκουρας, Γιάνναρης και Ζαχαριάδης έχαιραν της εκτίμησης του κοινού παρόλο που διαφαινόταν μια κούραση στην ερμηνεία τους.
     Οι κυρίες τώρα, πρόσφεραν καλές ερμηνείες, με αποκορύφωμα την κυρία Βογιατζάκη που έχει πολύ ένταση στην ερμηνεία της ως απατημένη και θύμα παρεξήγησης.
     Η κ. Γαλήνη Τσεβά έδωσε δύναμη στον ρόλο, είχε την απαραίτητη αποστασιοποίηση ως άσχετη σύζυγος περί των οικονομικών του άντρα της αλλά και του σπιτιού της, αλλά όχι αδιάφορη. Ας μου επιτραπεί μια παρατήρηση πάνω στο θέμα των πλαστικών επεμβάσεων καθώς αυτές θα έπρεπε να γίνονται όσο γίνεται λιγότερο, γιατί υπάρχει κίνδυνος να χαθούν τα εκφραστικά μέσα της ηθοποιού, ή να μην μπορεί ο θεατής να την αναγνωρίσει.
       Νευρική αλλά και με πολλή χάρη η κ. Βάνα Ραμπότα ως «μοιχαλίδα». Η σκηνή που παραπέμπει στο «50-50» είναι εμπνευσμένη. Πολύ φιλότιμο έδειξε στον ρόλο της η Δήμητρα Παπαδήμα. Ένα μεγάλο μπράβο της αξίζει. Αδιάφορη έως μέτρια η κ. Βίκυ Κάβουρα.
      Δυστυχώς στις περιοδείες δεν μπορούμε να πούμε πολλά για τα σκηνικά. Η κ. Μαίρη Τσαγκάρη σχεδίασε ενδιαφέροντα σκηνικά γιατί προσφέρουν λύσεις που δεν θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερες λόγω των αναγκών της περιοδείας. Τα κοστούμια της κ. Μαίρης Καραπούλιου δεν παρουσίαζαν κάποια καινοτομία ή δυσκολία, εκτός από τα κοστούμια της κ. Τσεβά που της «πήγαιναν» πολύ.
        Η χορογραφία της κ. Άννας Αθανασιάδη έδειχνε βαθιά γνώση  του χορού γιατί πρόσφερε φιγούρες που απευθύνονταν σε μη χορευτές αλλά είχαν και μια δόση εντυπωσιασμού ώστε να μην προκαλείται αδιαφορία στο κοινό (του θεάτρου αλλά και του υποτιθέμενου μαγαζιού).
                                                                                                                                            Ε.Β.                                                                                                                                                                 7/2/2018



----------------------------------------------------------------
Κριτική παράστασης: Α-ΠΕ-ΛΠΙ-Σί-ΤΟ

      - Πόσο μπορεί να αντέξει ο Νεοέλληνας την κακουχία; Ιδίως όταν δεν υπάρχει κανείς προφανής λόγος να το κάνει;
    -Καθόλου. 
    Αυτή είναι η απάντηση που μας δίνει εδώ η επιθεώρηση του Λάκη Λαζόπουλου,      ο οποίος υπερέχει εαυτόν, όπως μας έχει συνηθίσει ο κ. Λαζόπουλος βέβαια, αλλά αυτή τη φορά το παρακάνει, και όχι με την κακή έννοια του όρου. Φυσικά δεν έχουμε να κάνουμε με την κλασική επιθεώρηση, η οποία έχει σταματήσει πλέον να υφίσταται εν τω συνόλω της, με κάποια εξαίρεση ίσως τις παραστάσεις του κ. Μάρκου Σεφερλή, αλλά και εκεί δεν μπορούμε να μιλάμε για καθαρή επιθεώρηση, με την τυπική δομή της, καθώς της λείπουν κάποια σημαντικά στοιχεία, όπως τραγούδια, μια κοινή πολιτική γραμμή στα κείμενα κ.τ.λ.
      Όμως θα ήθελα να αρχίσω με τη δομή της συγκεκριμένης επιθεώρησης, το «Α-ΠΕ-ΛΠΙ-ΣΙ-ΤΟ», η οποία έχει κάπως διαφοροποιηθεί από την κλασική επιθεώρηση, γι’ αυτό και ο συγγραφέας της (Λάκης Λαζόπουλος), την αποκαλεί στην υποσημείωση του τίτλου της ως «επιθεώρηση δωματίου».
      Φυσικά έχει τα βασικά, σπονδυλωτό κείμενο με έμφαση στην κοινωνία και στη σάτιρα, αλλά της λείπει η ένταση, τα πλούσια σκηνικά και κοστούμια και όλα αυτά που κάνουν την επιθεώρηση μοναδική. Όταν όμως έχεις δώσει σημασία στην ουσία του κειμένου, τότε το  βασικό στοιχείο της επιθεώρησης, που είναι η σάτιρα, της δίνει πνοή και τότε παίρνει σάρκα και οστά και προβάλλει μπροστά σου έτοιμη να σε πάρει στον πανέμορφο αλλά και αιχμηρό κόσμο της.
      Αυτό το κατάφερε ο κ. Λαζόπουλος, χωρίς φαντασμαγορία, γιατί δεν τη χρειάζεται. Τα κείμενά του είναι σύγχρονα, καινούρια και δυνατά. «Πατούν» πάνω στην κοινωνία, σε μια κοινωνία που βουλιάζει, στους «αόρατους» ανθρώπους, όπως   ο ίδιος αποκαλεί τους ήρωές του, αυτούς που ζουν στο αόρατο σπίτι που αποτελεί το σκηνικό μιας επιθεώρησης της οποίας οι τραγικές προεκτάσεις τσακίζουν κόκκαλα και συνειδήσεις.

     Ο τίτλος του έργου «Απελπισίτο» είναι παρμένος από τη μεγάλη ξένη επιτυχία του Καλοκαιριού «Despacito» και με αυτόν τον παραλληλισμό ο κ. Λαζόπουλος προκαλεί ακόμη πιο πολύ τις κοιμισμένες συνειδήσεις των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να δουν το δράμα που εκτυλίσσεται στη σημερινή Ελλάδα του 2018. Το Α-ΠΕ-ΛΠΙ-Σί-ΤΟ είναι μια κραυγή του Λάκη, μια έκκληση για  βοήθεια προς όλους και από όλους.


      Δεν θα ήθελα όμως να παρεξηγηθώ, καθώς τα εξαίσια κείμενα που υπογράφει είναι πράγματι πολύ αστεία. Ιδίως το νούμερο της κ. Σοφίας Φιλιππίδου «Βαγγελιώ», είναι ένα υπέροχο δείγμα γραφής, παλιάς γραφής, όπως μόνο οι μεγάλοι συγγραφείς της επιθεώρησης ήξεραν να γράφουν, καθώς οδηγεί σιγά-σιγά τον θεατή σε μια κορύφωση θετικών συναισθημάτων και το γέλιο βγαίνει αυθόρμητο μέσα από τους γρίφους που απαγγέλει με καταπληκτική δεινότητα και μέτρο η κ. Φιλιππίδου.          Το ταλέντο της είναι γνωστό, η αξία της ως ηθοποιού πολύ μεγάλη, αλλά εδώ, αλλάζοντας ρόλους και υποδυόμενη πότε τη «Βαγγελιώ» και πότε την «Ασπασία» με τους απλήρωτους λογαριασμούς, δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας και θυμίζει σε όλους εκεί έξω τι θα πει άνθρωπος του θεάτρου, ένας απλός θεατρίνος του οποίου η δύναμη μπορεί να απογειώσει ένα κείμενο ή να το χαντακώσει.


      Η κ. Σοφία Φιλιππίδου έδωσε ζωή στα κείμενα του κ. Λαζόπουλου, στα τόσο δύσκολα και μακρά σε διάρκεια κείμενα και με το ταλέντο και το μέτρο της κατάφερε να τα «περάσει» στον θεατή και να τον συγκλονίσει σε όλα τα νούμερά της, αλλά ιδίως στο νούμερο της «Βαγγελιώς». Ευχόμαστε να συνεχιστεί η συνεργασία με τον κ. Λαζόπουλο και σε άλλες παραγωγές. Αυτοί οι δύο κάνουν ένα επιθεωρησιακό δίδυμο βγαλμένο από άλλες εποχές.


       Φυσικά να προσθέσω και το γεγονός ότι το χειροκρότημα «πήγε» εξίσου και στους δύο πρωταγωνιστές, ενώ συνήθως ο κ. Λαζόπουλος «καταπίνει» άθελά του όποιον τολμά να συμπρωταγωνιστήσει μαζί του επί σκηνής. Αυτό από μόνο του καθιστά μεγάλη νίκη και καταδεικύει την αξία της κ. Φιλιππίδου.


         Ο Λάκης Λαζόπουλος, εκτός του ότι έχει επιφορτιστεί με το βαρύ έργο της συγγραφής –για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω- επωμίζεται και την βαριά ευθύνη του πρωταγωνιστή, καθώς οι περσόνες που δημιουργεί, έχουν ένα και μόνο εκφραστή: Τον ίδιο.  Ο κ. Λαζόπουλος δεν έχει εξάρσεις. Η κωμική του γκάμα είναι συγκεκριμένη και γνωστή, μόνο που παρεξηγείται, γιατί οι τόσο γνωστοί ρόλοι που έχουν γραφτεί από αυτόν κατά καιρούς είναι μεν γνωστοί στο ευρύ κοινό, αλλά αυτό δεν τους καθιστά συγχρόνως και εύκολους στην ερμηνεία.

       Σε αυτό το έργο είδαμε τον φτωχό οικογενειάρχη, τον τύπο που έχει ψυχολογικά με τους πάντες, και το υπέροχο νούμερο του «Χαραλάμπη» το οποίο δεν σε αφήνει να καθήσεις στην καρέκλα σου γιατί είσαι μονίμως κάτω από αυτήν  (λόγω μακρόσυρτου γέλιου φυσικά). Αυτό δεν είναι κάτι απλό γιατί θέλει πολύ δουλειά, πολύ συγκέντρωση και πολύ κέφι από τη μεριά του ηθοποιού. Για μια ακόμη φορά ο            κ. Λαζόπουλος έδωσε δείγμα της ευστροφίας του η οποία τον βοηθά να αντιλαμβάνεται τους ρόλους όπως τους του υπαγορεύει το κοινό και το κοινό αντιλαμβάνεται τα πάντα μέσα από το καυστικό κείμενο του κ. Λαζόπουλου.
      Η σκηνοθεσία που έγινε από τον ίδιο έχει κάποια κενά στην επαναλαμβανόμενη απαγγελία του κειμένου από την ίδια θέση, κάτι που δεν «χτυπά» καλά στο μάτι του θεατή. Επίσης, δεν εξηγούνταν η παρουσία στη σκηνή του ηθοποιού που έπαιζε το αρμόνιο και εμφανιζόταν από το πουθενά κάθε φορά που υπήρχε κάποιο τραγούδι. Τέλος, ο κ. Λαζόπουλος σκηνοθέτησε τον υπόλοιπο θίασο με ζωντάνια.
      Ο θίασος αποτελείται από εννιά νέα παιδιά που τα περισσότερα κάνουν το ντεμπούτο τους στο θέατρο με αυτήν την παράσταση. Οι ερμηνείες ήταν οι αναμενόμενες, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό. Ξεχωρίσαμε τον Διονύση Λάνη και την Άννα Κλάδη για την ευστοχία τους και το ταλέντο τους. Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν οι καλοί: Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Χριστιάνα Λαδοπούλου, Ιωάννα Λέκκα, Δημήτρης Μανδρινός, Βαγγέλης Πιτσιλός, Τζίνα Σταυρουλάκη και Μιχαήλ Ταμπακάκης.
      Τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή εξυπηρετούσαν την ιστορία, αλλά ήταν κάπως πρόχειρα. Τα κοστούμια, με εξαίρεση αυτό κ. Φιλιππίδου με τους λογαριασμούς, ήταν αδιάφορα. Η μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη ήταν λίγη σε σχέση με την υπόλοιπη παράσταση, κάτι που δεν μας έχει συνηθίσει.









------------------------------------------------------------------------------------------------
Κριτική του μπαλέτου: Ο καρυοθραύστης
Σχεδόν σαν τους Ρώσους!
      Χριστούγεννα, το δέντρο στολισμένο, οι καλεσμένοι καλοντυμένοι και τα παιδιά αδημονούν για τα δώρα τους.
      Η ιστορία του καρυοθραύστη, του ξύλινου στρατιώτη που προσφέρεται ως χριστουγεννιάτικο δώρο στο κοριτσάκι της οικογένειας -το σπίτι του οποίου βλέπουμε στη σκηνή- και στη συνέχεια  ζωντανεύει, και μαζί με αυτόν ζωντανεύει και όλο το όνειρο του κοριτσιού, έχει ταυτιστεί με τις εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και αποτελεί μια πολύ καλή επιλογή ψυχαγωγίας για μικρούς και μεγάλους.
      Τα μπαλέτα του Γκουαντζού απέδωσαν πολύ καλά την ιστορία, προσφέροντας ομορφιά και γαλήνη στους θεατές. Η υπέροχη μουσική του Τσαϊκόφσκι, σε συνδυασμό με την χάρη και την χορευτική δεινότητα των καλλιτεχνών, που έμοιαζαν να είναι αρκετά κοντά στο επίπεδο της Ρωσικής σχολής από άποψη τεχνικής και καλλιτεχνικής αρτιότητας- τουλάχιστον στα μάτια των μη ειδικών του κλασικού χορού- μάγεψαν το κοινό, που τους πρόσφερε αυθόρμητα το δυνατό του χειροκρότημα,. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κοινό συγκαταλέγονταν και πολλά παιδιά, τα οποία είναι πολύ αυστηροί κριτές και τα οποία χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό.
Δ.Β.
17-12-2017

Κριτική της παράστασης: Ταξίδι στον σταυρό του Νότου

     Το έργο θα μπορούσες να το πεις και βιογραφία του Νίκου Καββαδία, αλλά με αρκετά φανταστικά γεγονότα (όπως μας πληροφορεί το δελτίο Τύπου). Η ιστορία είναι κατά βάση τραγική, μιας και τα περισσότερα γεγονότα στη ζωή του μεγάλου ποιητή – όπως μας τα παρουσιάζουν εδώ – είναι αρκούντως θλιβερά. Ο θάνατος, ο έρωτας αλλά και κοινωνική αδικία έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή του γι΄αυτό και τα ποιήματά του έχουν τόση μεγάλη απήχηση στον κόσμο.

        Η παράσταση καταπιάνεται με το κυριώτερο μέρος της ζωής του Καββαδία και με τα γεγονότα του β’ Παγκοσμίου πολέμου, έτσι όπως τα έζησε ο ίδιος. Ένα καράβι είναι η κύρια σκηνή του έργου, ενώ εναλλάσσεται με διάφορα περιστατικά στη ζωή του, όπως καμπαρέ στη Γαλλία, δρόμοι κ.τ.λ. Ο βασικός άξονας του έργου είναι η θάλασσα και αυτήν ακούει και βλέπει ο θεατής μέσα από γιγαντοοθόνες που στήνονται εν είδη σκηνικού αλλά και για να μπορέσεις να «μπεις» πιο γρήγορα μέσα στο πνεύμα της ποίησης και κατά συνέπεια, της ζωής του Καββαδία. Η σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη καταφέρνει να δημιουργήσει μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα που ώρες- ώρες νομίζεις πως θα χαθείς μέσα της.


      Τα τραγούδια, στα οποία δώθηκε εξαιρετική σημασία λόγω του ότι αποτελούν τη βάση του έργου, δώθηκαν σε δύο εξαιρετικά ταλαντούχους τραγουδιστές, στον Κώστα Θωμαϊδη και στην Ρίτα Αντωνοπούλου. Ο πρώτος έδωσε μια εσωτερική ερμηνεία στα τραγούδια που ανέλαβε να εκτελέσει και κατάφερε με την απόλυτα δυνατή αλλά και μελωδική φωνή του να συνεπάρει το κοινό. Η Ρίτα Αντωνοπούλου που είχε και κάποιον ρόλο μέσα στην παράσταση, άλλοτε μας συγκινούσε και άλλοτε μας εντυπωσίαζε με την έντονη παρουσία της και τον δυναμισμό της.
       Όσον αφορά στους ηθοποιούς, ο Σταύρος Ζαλμάς που υποδυόταν τον καπετάνιο στο καράβι όπου εργαζόταν κατά καιρούς ο Καββαδίας, ήταν κάπως άνευρος, ενώ μας έχει συνηθίσει σε ρόλους και ερμηνείες πολύ πιο έντονες. Ως κύριος στο καμπαρέ ήταν πειστικός και αρκετά «κακός» ως ρόλος, ίσως λίγο παραπάνω από ό,τι έπρεπε.
      Ο Στέλιος Μάινας που υποδύεται τον Καββαδία ήταν καλός ως συνήθως. Ο ρόλος του πάει πολύ αλλά ίσως θα έπρεπε να προσθέσει μια «σπιρτάδα» κάτι, που να κλείνει το μάτι στον θεατή, γιατί όπως και να το δεις, επάνω του στήνεται όλη η παράσταση.
        Η Ελισάβετ Μουτάφη ανταποκρίνεται πολύ καλά στον ρόλο της μοιραίας γυναίκας και πόρνης που συναντά συχνά ο Καββαδίας. είναι σκληρή αλλά και ευαίσθητη, ιδίως στη σκηνή με την κόρη της. Πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του ρόλου.
      Ο Νίκος Αρβανίτης είχε αρκετά μικρό ρόλο, αλλά απαραίτητο, καθώς υποδύεται τον φίλο του Καββαδία με τον οποίο δουλεύει μαζί και συνταξιδεύει. Παίζει απλά και έχει πάντα μια λανθάνουσα κωμική νότα που αρέσει πολύ.

       Ο «περίεργος» κ. Ιωάννης Παπαζήσης υποδύεται έναν σημαντικό Γάλλο ποιητή που επηρέασε τον Νίκο Καββαδία στην ποίησή του. Το προσωνύμιο «περίεργος» δεν χαρακτηρίζει τον ίδιο τον ηθοποιό, αλλά τον ρόλο και την προσέγγισή του, που μοιάζει πολύ με κάποιον σκοτεινό ήρωα σε ταινία κόμικ, χωρίς όμως αυτό να αφαιρεί από την ερμηνεία του Παπαζήση, ο οποίος έδωσε την ψυχή του σε αυτήν, προσπαθώντας και - καταφέρνοντας εξαιρετικά - να αποδώσει αυτήν την περίεργη φιγούρα όσο πιο πειστικά γινόταν και όσο πιο ρεαλιστικά γινόταν, για να μην «πετάξει έξω τον ρόλο», καθώς όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι είναι ζωντανοί και υπαρκτοί, όχι ονειρικοί και στη φαντασία του ποιητή, όπως αυτός. Μπράβο του.
        Ο Κώστας Φαλελάκης μπήκε στην ψυχή του ναυτικού, προσθέτοντας στον ρόλο κάτι το απόμακρο αλλά και το οικείο μαζί. Πάρα πολύ καλός.
      Η Μαριάννα Πολυχρονίδη έχει να φέρει εις πέρας ένα δύσκολο έργο, καθώς υποδύεται την σεμνή και χαμηλών τόνων φίλη του ποιητή, αλλά και μια πόρνη που υποτίθεται πως είναι το ίδιο άτομο. Πολύ καλή και στην ήρεμη ρομαντική κοπέλα – η οποία της πάει περισσότερο- αλλά και στην απελπισμένη κοπέλα που υποδύεται ως δεύτερο ρόλο. Φυσικά το έργο της δεν σταματάει εδώ, αλλά ο Μικρούτσικος της εμπιστεύεται ένα από τα πιο ωραία τραγούδια της σειράς του Καββαδία, το οποίο φέρνει αξιοπρεπώς εις πέρας.
      Όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, η Ελένη Ζαραφίδου, ο Ιούλιος Τζιάτας, ο Παναγιώτης Γουρζουλίδης, η Νατάσα Σαραντοπούλου, ο Βαγγέλης Σαλεύρης και η Μπίλιω Μαρνέλη ήταν πολύ καλοί.
     ΟΙ μουσικοί εκτέλεσαν υπέροχα τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, δημιουργώντας μια καταπληκτική ατμόσφαιρα, χωρίς όμως να σε αποσπούν από την δράση.
      ΟΙ χορογραφίες ανήκουν στη Σεσίλ Μικρούτσικου, η οποία όμως έδωσε μια υπερβολική άποψη για το όλο εγχείρημα της μετατροπής των τραγουδιών και της ζωής του Καββαδία σε μιούζικαλ. Οι χορογραφίες ήταν αρκετά επίπονες και δύσκολες και δυστυχώς αυτό φαίνεται στην πλατεία. Θα μπορούσε να μη δωθεί τόση σημασία σε αυτές.
       Τα κοστούμια και τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα εξυπηρετούν τέλεια την πλοκή αλλά δυστυχώς η καλοκαιρινή περιοδεία είναι υποχρεωμένη να υπολείπεται σε πλούτο, παρόλ’αυτά, δεν αφήνει σε καμία περίπτωση την αίσθηση της φτωχής παραγωγής.

Η παράσταση «Ταξίδι στον σταυρό του νότου» θα περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα καθόλη τη διάρκεια του Καλοκαιριού.
                                                                                                                                              Ε.Β.
                                                                                                                                        29/7/17
     



Κριτική για την παράσταση: Επτά επί Θήβας
      Ο Αισχύλος είναι ο κατεξοχήν απαισιόδοξος τραγικός ποιητής από τους υπόλοιπους δύο, Ευριπίδη και Σοφοκλή. Η ιστορία των δύο βασιλέων της Θήβας αντιμετωπίζεται με έναν κυνικό τρόπο, αλλά και ταυτόχρονα με μια ψυχρή ματιά στα πράγματα. Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο, μιλάμε για ένα αντιπολεμικό και συνάμα τραγικό έργο που αναλύει δύο επίπεδα. Το ένα είναι η προσωπική αψιμαχία μεταξύ των αδερφών και το άλλο η μάχη που θα δοθεί ανάμεσα στον εχθρό και στους υπερασπιστές της πόλης, με κοινή βάση την αλαζονεία της εξουσίας. Το δίκαιο είναι με το μέρος όλων και με κανέναν, καθώς τα δυο αδέρφια αξίζουν κληρονομικά την εξουσία, αλλά κανείς δεν τους δίνει το δικαίωμα να καταστρέψουν μια πόλη για να αποδείξουν ο καθένας από τη μεριά του αυτό το δίκαιο.
       Μέσα από αυτή την οπτική ο Λιθουανός Τσεζάρις Γκραουζίνις σκηνοθετεί μια παράσταση που επιδιώκει να εξηγήσει στον θεατή το όλο πρόβλημα και να τον οδηγήσει στο πλευρό του Ετεοκλή (Γιάννης Στάνκογλου), ώστε να αισθανθεί μέρος του έργου και το καταφέρνει.
     Βέβαια, όσο λιτή είναι η σκηνοθεσία του πρωταγωνιστή, τόσο επεμβατική και υπερβολική είναι αυτή του χορού, αφού ξαφνικά –από πολίτες και προύχοντες της Θήβας- γίνεται ένα θλιμμένο συνονθύλευμα υπερασπιστών της γης με σπαθιά και ασπίδες (που ξαφνικά εμφανίζονται από το πουθενά) και σε συνδυασμό με την άλλοτε ποντιακή, άλλοτε ανατολίτικη και άλλοτε πιο ευρωπαϊκή μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη, το αποτέλεσμα είναι μάλλον απογοητευτικό. Εκτός αυτού, η διδασκαλία των ηθοποιών είναι παραδειγματική, καθώς όλοι συμμετέχουν στο δράμα του ήρωα. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που υστερούν, αλλά αυτά θα τα αναλύσω παρακάτω για τον καθένα ξεχωριστά.
      Ο Γιάννης Στάνκογλου που υποδύεται τον Ετεοκλή με ξάφνιασε, όχι τόσο με το υποκριτικό του ταλέντο, αλλά με την άνεσή του, που σπάνια βρίσκεις σε ηθοποιό που καταπιάνεται με έναν τέτοιο ρόλο. Φυσικά, δεν θέλω να παρεξηγηθώ όταν αναφέρομαι στο ταλέντο του κ. Στάνκογλου γιατί όποιος καταφέρνει να παρουσιάσει έναν τέτοιο ρόλο χωρίς φανφάρες και να γίνει τόσο ευκολονόητος έχει μεγάλο και αδιαμφισβήτητο ταλέντο και θα ήθελα να δώσω συγχαρητήρια στον διευθυντή του Κ.Θ.Β.Ε. που επέλεξε τον Γιάννη Στάνκογλου για αυτόν τον ρόλο.
    Κατ΄αρχάς, παρόλη την απλή του αμφίεση (κοστούμι), το ύφος του ήταν άκρως αριστοκρατικό, ως όφειλε ένας βασιλιάς και θεωρώ μεγάλο λάθος την επιλογή της σύγχρονης ενδυμασίας ειδικά σε αυτό το έργο. Το πάθος που τον διακρίνει διαχέεται σε όλη τη σκηνή και συμπαρασύρει και τους θεατές σε ένα γαϊτανάκι πόνου, θλίψης, αλλά και ενθουσιασμού καθώς μερικές φορές παρηγορεί τον εαυτό του και τον χορό με μια φρούδη επερχόμενη  νίκη.
     Ο Γιάννης Στάνκογλου μετατρέπει την παράσταση σε προσωπικό του θρίαμβο-  χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία των υπολοίπων συντελεστών. Σπάνια τραγωδός ενσαρκώνει τόσο καλά ρόλο. Η δυναμική του δε είναι τέτοια, ώστε σε στιγμές του έργου να προβάλλει τα συναισθήματά του απόλυτα στους θεατές, ώστε να τους συμπαρασύρει σε μια διαδικασία λύπης και ανησυχίας μαζί, και έτσι ακριβώς πετυχαίνει τον στόχο του τραγικού ποιητή.
     Ο Γιώργος Καύκας ως άγγελος μας απογοητεύει με την χαλαρή του προσέγγιση και μερικές φορές αστεία. Καλό θα ήταν να μιλάει δυνατότερα γιατί δεν γίνεται κατανοητός.
    Ο Αλέξανδρος Τσακίρης ως κήρυκας είναι καλός, όπως και η Κλειώ Δανάη Οθωναίου ως Αντιγόνη, αλλά χωρίς κάτι ιδιαίτερο. Η Ιώβη Φραγκάτου όμως ως Ισμήνη εκφράζει απόλυτα την εύθραυστη αλλά και δυνατή Ισμήνη με την τεχνική της και το ταλέντο της. Ο Γιώργος Παπανδρέου ως Πολυνείκης εμφανίζεται στο τέλος του έργου αλλά αρκεί, καθώς εκφράζει την αλαζονεία του ρόλου με μια δόση μετάνοιας.
      Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα είναι πολύ καλή και χωρίς λάθη. Όσο για τα σκηνικά και τα κοστούμια του Κέννυ Μακ Λέλλαν έχω να πω ότι απότελούν την επιτομή της επλότητας κάτι που δεν είναι και τόσο απαραίτητο, ιδίως σε τραγωδίες και κυρίως σε τραγωδίες του Αισχύλου, που χρειάζονται κάποια υπερβολή.
      Η μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη έχει καλά και άσχημα σημεία, όπως στη σκηνή με τα δύο αδέρφια όπου έχει γράψει μια εκπληκτική μελωδία, αλλά στα σημεία που συνοδεύει τον χορό δεν μπορώ να πω το ίδιο. Να συνεχίσει όμως για να τελειοποιηθεί.
        Η κίνηση και οι χορογραφίες ανήκουν στον Έντι Λάμε και έχω να πω ότι παράγινε το κακό με την εξευρωπαιοποίηση της τραγωδίας, εκτός από την προσέγγιση με το αγκάλιασμα των δύο αδερφών που ίσως να ανήκει στον σκηνοθέτη ως ιδέα.
Η παράσταση Επτά επί Θήβας συνεχίζει το ταξίδι της σε πολλούς σταθμούς ακόμη σε Ελλάδα και Κύπρο.
Ε.Β.
4-7-2017
Ο ΚΥΚΛΟΣ
       Ένα θεατρικό έργο όπως ο Κύκλος του Δημήτρη Μητρόπουλου προκαλεί διάφορα αντικρουόμενα συναισθήματα. Το έργο τα έχει όλα και συμφέρει. Έχει παρολίγον αυτοκτονίες, ελληνοτουρκικές φιλίες, Ελληνική –και όχι Τούρκικη - κρίση, και φυσικά ένα τραγικό γεγογός πάνω στο οποίο «πατάει» όλη η σοβαρότητα του έργου.
      Φυσικά και δεν πρόκειται για αριστούργημα, αλλά ούτε και για μηδαμινή εργασία. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Όπως πληροφορήθηκα από τον έταιρο συγγραφέα, Γιάννη Αϊβάζη, ο οποίος δεν διασκεύασε-όπως αναφέρει η αφίσα- αλλά απλά προσέθεσε κάποια στοιχεία που δεν υπήρχαν, ο ίδιος έγραψε τον ρόλο του Μπουράκ Χακί (Τούρκου φίλου της κόρης του πρωταγωνιστή) ο οποίος είναι αυτός που φέρνει τη λύση στο δράμα.
         Η υπόθεση του έργου έχει να κάνει με τον Ερρίκο που έχασε τη δουλειά του και τα λεφτά του και προσπαθεί να αυτοκτονήσει, αλλά αναβάλλει την αυτοκτονία ο δικηγόρος της γυναίκας του. Βέβαια ο τελευταίος αποδεικνύεται ένοχος για πολλά πράγματα και στο τέλος μας αποκαλύπτεται κάτι-το οποίο φυσικά δεν μπορώ να γράψω εδώ για ευνόητους λόγους-που είναι τελείως αψυχολόγητο και δεν ταιριάζει, ούτε αποδεικνύεται από την πλοκή του έργου. Τέλος πάντων, συνεχίζοντας στην υπόθεση, ο πρωταγωνιστής δέχεται την επίσκεψη της κόρης του που σπουδάζει στην Τουρκία – κάτι πολύ περίεργο, αφού ως γνωστόν, κανείς σχεδόν Έλληνας δεν σπουδάζει εκεί - η οποία φέρνει μαζί της το αγόρι της –τουλάχιστον δέκα πέντε χρόνια μεγαλύτερό της - τον οποίο υποδύεται ο Μπουράκ Χακί. Διάφορες καταστάσεις μπλέκονται μεταξύ τους και εδώ φαίνεται η ευφυΐα του συγγραφέα να προκαλεί γέλιο μέσα από την παρεξήγηση (παλιά τεχνική για κωμωδίες).
       Ας μην συνεχίσω με την υπόθεση, μιας και δεν είναι σωστό να αποκαλύψω όλο το έργο εδώ, αλλά να συνεχίσω με τους συντελεστές. Η σκηνοθεσία ανήκει στον Γιάννη Αϊβάζη, ο οποίος σκηνοθέτησε το έργο απλά, χωρίς υπερβολές, δίνοντας έμφαση στα σημαντικά σημεία της πλοκής, αν και στη διδαχή του ρόλου της φιλενάδας του Ερρίκου υπερέβαλε λίγο.
       Η κ. Κατερίνα Τσάβαλου ως φίλη του Ερρίκου είχε πολύ καλές στιγμές, η κωμωδία είναι το στοιχείο της, αλλά μερικές φορές δίνει την εντύπωση ότι δεν είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη. Ο ρόλος της, μιας «ελαφριάς» κοπέλας που απατάει τον σύζυγό της είναι στα «μέτρα» της, αλλά η συναισθηματική μεταστροφή στο τέλος του έργου είναι κάπως απότομη για έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ίσως εκεί, στην τελευταία σκηνή θα έπρεπε να μιλάει με λιγότερο συναισθηματισμό και πιο αποστασιοποιημένα.  Κατά τ’ άλλα πρόκειται για μια πολύ καλή ηθοποιό η οποία είναι απαραίτητη στη συγκεκριμένη παράσταση. Να προσέξει λίγο την υπερβολή σε κάποιες ατάκες.
      Ο κ. Γιώργος Κοψιδάς στον ρόλο του Ερρίκου έχει αρκετή άνεση στη σκηνή, σαν να είναι στο σπίτι του, υποδύεται τον ρόλο του ανεκτά και τον προβάλει αρκετά στην πλατεία, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μοιάζει να του αρέσει ιδιαίτερα.
      Ο κ. Λευτέρης Δημητρόπουλος από την άλλη, είναι από την πρώτη στιγμή «μέσα» στο έργο και στον ρόλο, ταυτίζεται θα λέγαμε με τον επίορκο δικηγόρο και δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία σε ένα μέτριο έργο. Θα ήθελα να τον δω σε αμερικάνικο έργο, του Άλμπυ ή ακόμη και του Τένεσι Γουίλιαμς.
      Δεν υπάρχουν λόγια για τον κ. Νίκο Κερασιώτη, ο οποίος ήταν εξαιρετικός ως γκέι φίλος του «υδραυλικού» Κώστα Φραγκολιά σ’τον οποίο θα αναφερθώ παρακάτω. Ο κ. Κερασιώτης είναι πολύ καλός κωμικός με αίσθηση του μέτρου, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για έναν κωμικό. Στον σύντομο ρόλο του κατάφερε να δείξει πολλά από το ταλέντο του.
       Ο κ. Κώστας Φραγκολιάς εξελίσσεται πολύ καλά ως ηθοποιός. Έχει άνεση στη σκηνή και ενσαρκώνει πολύ καλά τον ρόλο του χωρίς να «βγαίνει» από αυτόν σε κανένα σημείο του έργου. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι δεν είναι ακόμη ένα ωραίο μοντέλο που δοκιμάζει την τύχη του στο σανίδι, αλλά προκαλεί γέλιο με τις ατάκες του. Να συνεχίσει έτσι.
       Η κ. Ευγενία Παναγοπούλου υποδύεται την κόρη του κ. Γιώργου Κοψιδά. Κατ’ αρχάς ο ρόλος από μόνος του είναι καμμένος λόγω διανομής, καθώς η κ. Παναγοπούλου δεν δείχνει καθόλου για κόρη του, λόγω ηλικίας. Με αυτό δεν θέλω να την προσβάλλω (δεν φταίει αυτή άλλωστε) αλλά θέλω να τονίσω την δυσκολία της να πείσει το κοινό ως κόρη ενός ανθρώπου όχι αρκετά μεγαλύτερού της. Η κ. Παναγοπούλου καταφέρνει κάπως με την αθωώτητα που τονίζει να δείξει μικρότερη και γενικά παίζει καλά.
     Τέλος, έρχομαι και στον Μπουράκ Χακί, τον Τούρκο ηθοποιό που γνώρισε το Ελληνικό κοινό από μια τούρκικη σειρά ονόματι «Κισμέτ». Υπερβολικός στις εκφράσεις του, κάτι το οποίο μπορεί να οφειλόταν στην αμηχανία του.  Ο ρόλος του, ως εραστής της κόρης του πρωταγωνιστή, δεν πείθει, γιατί όπως συμβαίνει και με την κ. Παναγοπούλου, αυτός φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερός της, οπότε πείθει περισσότερο για πατέρας της. Φαίνεται να μην γνωρίζει καλά την κωμωδία και γι’ αυτό να προσπαθεί τόσο πολύ να προκαλέσει γέλιο, κάτι το οποίο καταφέρνει κάποιες φορές, αλλά όταν δεν μιλάει καθόλου. Καλύτερο θα ήταν να κινείται λιγότερο και να μην κάνει άγαρμπες κινήσεις, γιατί δείχνουν υπερβολικές. Ο ρόλος του, ως ο σωτήρας του Έλληνα ουσιαστικά δεν πείθει (αλλά αυτό είναι σχόλιο για την υπόθεση του έργου).
        Οι γκεστ ηθοποιοί του βίντεο έχουν πολύ  μικρούς αλλά καθοριστικούς ρόλους.
        Το σκηνικό της κ. Κικής Μήλιου είναι εξαιρετικό, αντανακλά απόλυτα την προσωπικότητα του ήρωα και την ψυχική του κατάσταση. Τα κοστούμια του κ. Κλέωνα Φυσέκη είναι απόλυτα ταιριαστά με τους ρόλους. Οι φωτισμοί του Νίκου Βούλγαρη είναι πολύ καλοί και ατμοσφαιρικοί εκεί που χρειάζεται. Το βίντεο του κ. Νικόλα Μακρή είναι καλό και αρκούντως διαφωτιστικό μέσα σε λίγο χρόνο. Ο κ. Δημήτρης Ίσαρης έχει γράψει μια πολύ ωραία μουσική για το έργο, αν και λίγο ανατολίτικη.
        
Ε.Β.
28-5-17
«Ο Κύκλος» παίζεται μέχρι τις 28-5 στο θέατρο «Αριστοτέλειον» της Θεσσαλονίκης
       ----------------------------------------------------------------------
Οι από πάνω
       Πέντε διαμερίσματα και τέσσερις φοβισμένοι ένοικοι που δεν διστάζουν να παίξουν τους ντέντεκτιβ προκειμένου να βρουν αν όντως οι από πάνω τους είναι δολοφόνοι ή όχι. Αρχίζοντας από ένα δύσκολο αν και καθημερινό θέμα πολλών –πιστέψτε με – ανθρώπων, το οποίο είναι οι δύσκολοι έως και ανυπόφοροι στη συγκατοίκηση γείτονες, ο Νίκος Μουτσινάς γράφει μια κωμωδία με όλες τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε μαύρη κωμωδία ή αστυνομικό νουάρ.
        Αν και αυτός την χαρακτηρίζει έτσι, δηλαδή μαύρη κωμωδία, εντούτοις η δομή της διαφέρει αρκετά από αυτό, γιατί μόνο και μόνο η υπόνοια μιας συγκατοίκησης με δολοφόνους δεν είναι αρκετή για να χαρακτηρίσει ένα θεατρικό έργο μαύρη κωμωδία. Αυτό που είδαμε παραπέμπει περισσότερο σε φαρσοκωμωδία, καθώς όλοι οι χαρακτήρες τονίζονται με μια αβάσταχτη χαλαρότητα. Ο καθένας ζει από μια διαφορετική ζωή, δεν υπάρχουν κοινά μεταξύ τους, εκτός βέβαια από την γειτνίαση. Έτσι, βλέπουμε κυρίως νευρωτικούς χαρακτήρες-τους οποίους συνηθίζει να γράφει ο κ. Μουτσινάς- να πηγαίνουν από ‘δω κι από ‘κει φωνάζοντας, πολλές φορές χωρίς να καταλαβαίνει το κοινό αυτά που ειπώνονται στην σκηνή γιατί, παρόλο που ηθοποιοί είναι ταλαντούχοι, μερικές φορές και το πολύ κείμενο οδηγεί σε γρήγορη εκφορά λόγου, κάτι που μπερδεύει πολύ, και εδώ, ακόμη περισσότερο.
        Ας αναφερθώ στους πρωταγωνιστές, οι οποίοι είναι όλοι αξιότατοι ηθοποιοί με πολύ καλές δουλειές στο ενεργητικό τους. Κατ’ αρχάς η κ. Μαρία Κατσανδρή με πολύ αξιόλογη πορεία στον χώρο, έδωσε κι εδώ τον καλύτερό της εαυτό, δημιουργώντας εμφανισιακά μια Αβέλα στα πρότυπα της ηρωίδας «Μορτίσια» από την ταινία «Οικογένεια Άνταμς». Ο ρόλος της, αυτός της υπερπροσταυτευτικής και υπερ-αυστηρής μάνας-καίριο σχόλιο του Μουτσινά για ανάλογες καταστάσεις- αντιμετωπίστηκε με απόλυτη σοβαρότητα και κατάφερε να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα νουάρ άμα τη εμφανίσει. Υπέροχη στα υφέρποντα κωμικά της, τα οποία τα πρόβαλε με μια ειρωνία καταπληκτική.
        Ο γιος της Αβέλας, Κάιν  (δυο ονόματα που παραπέμπουν στα βιβλικά αδέρφια Κάιν και Άβελ, αλλά εδώ συναντώνται ως μητέρα και γιος), τον οποίο υποδύεται ο Πρόδρομος Τοσουνίδης, είναι καταπιεσμένος, με μια υφέρπουσα ομοφυλοφιλική τάση, η οποία προκαλείται και από την απαράδεκτη συμπεριφορά της μητέρας Αβέλας προς αυτόν. Ο Τοσουνίδης δεν φείδεται κόπου και προσπάθειας. Υποδύεται με μεγάλη άνεση και μαεστρία τον μόνιμα στενοχωρημένο και θλιμμένο γιο, ο οποίος έχει κρυφό όνειρο να διασκεδάσει και να βρει φίλους, το οποίο και καταφέρνει με πολύ αστείο τρόπο, όπως όταν πιέζει την Αβέλα να τον αφήσει να πάρει μέρος στο πάρτυ που τον καλούν οι από κάτω.
        Καλή η Ντόρετα Παπαδημητρίου στον ρόλο της φοβιτσιάρας γειτόνισας που μόνιμα απεκδύεται των ευθυνών της σε σχέση με τους από πάνω εγκληματίες. Ίσως θα  έπρεπε  να μιλάει λίγο πιο αργά και καθαρά.
      Τι να πω για τη Θωμαϊδα Ανδρούτσου που έδωσε πάλι την ξεχωριστή της προσωπικότητα σε έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της. Πειστική, πειστικότατη ως στιλίστρια καλλιτεχνών, με τα μόνιμα νεύρα που προέρχονται από τις νευρωτικές εκάστοτε πελάτισές της που ανήκουν στην εγχώρια –και όχι μόνο- σοου  μπιζ. Σπουδαία καρατερίστα, πολύ σημαντική για το ελληνικό θέατρο.
     Οι Σόλων Τσούνης και Ματίνα Νικολάου στους ρόλους των Στάθη και Ελευθερία αντίστοιχα, ήταν καλοί. Ιδιαίτερα η κ. Νικολάου που την ξέρουμε και από προηγούμενους ρόλους, ήταν πολύ καλή σε αυτόν, παρόλο που ουσιαστικά ήταν πολύ απλός και μονοδιάστατος για την κωμική της γκάμα.
      Τέλος, ο Νίκος Μουτσινάς έδωσε την πιο κωμική πινελιά στον ρόλο του ως Βαλεντίνο, που γυμνάζεται συνέχεια. Μια κλοουνίστικη φιγούρα που περισσότερο προκαλεί με την εμφάνισή του το γέλιο παρά με την ατάκα, ο κ. Μουτσινάς σχολίασε έτσι και ως συγγραφέας την τρέλλα της εποχής για «φίτνες» και χαρά με οποιοδήποτε κόστος. Υπέροχος λοιπόν στον ρόλο του, με λίγα προβλήματα στον ήχο που και αυτά προσπεράστηκαν, αλλά πολύ νευρικός στην ομιλία κάτι που οδηγούσε στο να μην μπορεί ο θεατής να παρακολουθήσει την έτσι κι αλλιώς αλλοπρόσαλλη πλοκή.
     Τα σκηνικά πολύ ενδιαφέροντα και επιτέλους αρκετά, παρόλη την μόδα της ανυπαρξίας σκηνικού να κατατρύχει τις ελληνικές σκηνές, έδωσαν την εικόνα της παλιάς πολυκατοικίας, χωρίς σοβά και χρώμα, για να ακούγονται όλα και να ξεγυμνώνουν ουσιαστικά την αλήθεια μέσα από τους χάρτινους τοίχους. Μπράβο στην Μαρία Φιλίππου για την πολύ καλή δουλειά. Η κ. Νικόλ Παναγιώτου επίσης έκανε έναν άθλο με τη δουλειά της στα κοστούμια - γιατί πάντα τα κοστούμια είναι ένα μεγάλο θέμα όταν γράφει θεατρικό έργο ο Νίκος Μουτσινάς. Έντονα, να αντανακλούν την προσωπικότητα του κάθε ατόμου. Το αποκορύφωμα της δουλειάς της κ. Παναγιώτου φάνηκε στο πάρτυ μασκέ όπου ουσιαστικά πέφτουν οι μάσκες και ο καθένας αποκαλύπτεται.
     Πάρα πολύ καλοί και δύσκολοι οι φωτισμοί του Βλάσιου Άγγελου Θεοδωρίδη, ιδίως τα φωτορυθμικά που δημιουργούν μια ειδική ατμόσφαιρα ντίσκο αλλά και τα φώτα που παραπέμπουν σε προβολείς αστυνομίας  στην τελευταία σκηνή, πραγματικά είναι απολαυστικά.
     Οι χορογραφίες ανήκουν στην Χριστίνα Φωτεινάκη, μια πολύ καλή χορογράφο που δημιούργησε εντυπωσιακές αλλά και όχι και τόσο δύσκολες – από κινησιολογική άποψη- χορογραφίες για τη σκηνή του πάρτυ.
      Τέλος, η σκηνοθεσία του κ. Μουτσινά αδικούσε κάπως το κείμενό του. Ο γρήγορος διάλογος ναι μεν χρειαζόταν για να δηλώσει τον γρήγορο τρόπο ζωής, αλλά δεν «βγήκε» στο τελικό αποτέλεσμα. Όλη αυτή η καλώς εννοούμενη τρέλλα που χαρακτηρίζει τη σκηνοθετική του ματιά και σε άλλα έργα που «ανεβάζει», όπως το χαρακτηριστικό  της χορευτικής μουσικής πριν την αρχή του έργου και τα χορευτικά, δηλαδή η μετατροπή όλων των έργων σε μιούζικαλ, απλά δεν ταιριάζει παντού. Κατά τα άλλα, πολύ ωραία η σκηνή με στην ταράτσα, προκαλούσε αγωνία στον θεατή, το ζητούμενο δηλαδή, για να δωθεί η κορύφωση της μαύρης αυτής κωμωδίας.

Ε.Β.

 "ΟΙ ΑΠΟ ΠΑΝΩ" θα βρίσκονται στο Ράδιο Σίτυ μέχρι και τις 27 Μαϊου
---------------------------------------------------------------------------------



       Κριτική για το σόου «Tonis Sfinos»
      Δυστυχώς, ή ευτυχώς –όπως θες παρ’το- στην λεγόμενη «σόου μπιζ» λίγη σημασία έχει από πού έρχεσαι και ποιός είσαι στην πραγματικότητα. Μέσα σε αυτή τη λογική πάρα πολλοί καλλιτέχνες έχουν κάνει μεγάλη καριέρα και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με το ψευδώνυμό τους ως έναν από τους καλύτερους συμμάχους τους.        Τώρα, αν αυτό το ψευδώνυμο συνοδεύεται και με μια δημιουργία μιας άλλης προσωπικότητας μέσω μεταμφίεσης, όπως βλέπουμε στην περίπτωση του Τόνυ Σφήνου, τότε εδώ μιλάμε για μεγάλη μελέτη του πράγματος ή απλά μια ιδιοφυή στιγμή.
       Ο Τόνυ Σφήνος έχει καταφέρει, τα τελευταία χρόνια, κάτι που το βλέπουμε σε μεγάλες προσωπικότητες και αστέρια του θεάματος: Έχει φανατικούς φίλους αλλά και εχθρούς. Δηλαδή προκαλεί με τις εμφανίσεις του και έχει καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να δημιουργήσει κοινό που λίγοι τραγουδιστές καταφέρνουν στις μέρες μας, ιδίως χωρίς δισκογραφία.
      Ειδικότερα, όσον αφορά στο ίδιο το πρόγραμμά του, τα πράγματα έρχονται και ανατρέπονται λίγο. Η αγάπη του κόσμου είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά γι’ αυτό θα έπρεπε να σέβεται περισσότερο το κοινό του που τον αγαπάει και να μην καθυστερεί επί μια ώρα την έναρξη της παράστασής του.
       Επίσης, τα πολλά διαλείμματα για αλλαγές κοστουμιών είναι μεν αναγκαία, αλλά υπερβολικά. Θα μπορούσε ο κ. Σφήνος να «αλλάζει» λιγότερες φορές και να βρίσκεται περισσότερη ώρα στην πίστα, την οποία μοιράζεται εναλλάξ με τον καλό Αντώνη Παπαηλία, ντυμένο ως Λόλα. Σε αυτό το σημείο, ας μου επιτραπεί μια παρατήρηση.  Ο κ. Παπαηλίας προφανώς είναι συνεργάτης του Τόνυ Σφήνου για πολλά χρόνια και μέρος του σόου του, αλλά η ύπαρξή του θα έπρεπε να δικαιολογείται περισσότερο στην παράσταση. Πολύ καλή φωνή, αλλά ίσως θα έπρεπε να δώσει περισσότερη βαρύτητα στο ρεπερτόριό του και να μην κάνει τόση πλάκα, η οποία δεν αρμόζει, ακόμη και στο σόου του Τόνυ Σφήνου.
      Ακόμη, το σόου θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη χρονική έκταση –διαρκεί μόλις και μετά βίας τρεις ώρες- και τα κείμενα μάλλον πρέπει να αναπτυχθούν ώστε να τονιστούν και οι θεατρικές σπουδές του κ. Σφήνου που ενώ «περνάει» για μεγάλος «πλακατζής» και «χαβαλές», η δουλειά που έχει κάνει στα τραγούδια, στην τοποθέτηση της φωνής του, στη δημιουργία της περσόνας του Σφήνου και η μη παρέκκλιση από αυτήν σε όλη τη διάρκεια του σόου –κάτι αρκετά δύσκολο- φαίνεται, και είναι κρίμα να μην την διανθίσει με περισσότερα κείμενα, έστω και μη πολιτικής φύσης –αν και το τραγούδι του Αλέξη έχει πολύ επιτυχία-, ας είναι κείμενα εμπνευσμένα από την πραγματικότητα, που όμως να προκαλούν γέλιο.
       Τα παιδιά της ορχήστρας, οι «playmates» είναι πολύ καλοί μουσικοί, όπως και η μια και μοναδική κοπέλα της μπάντας.
----------------------------------------------------------------------
Κριτική για το έργο «Άμλετ ο Β΄»
                                                                     Ο Άμλετ αλλιώς
        Η κωμωδία αυτή ανήκει στον εξαίρετο Σάμιουελ Μπόμπρικ που είχε τη φαεινή ιδέα να μετατρέψει το δραματικό έργο του Σαίξπηρ «Άμλετ» σε κωμικό, πράγμα το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο και καθόλου απλό, όσο κι αν το τελικό αποτέλεσμα δείχνει κάτι τέτοιο.
     Το να μετατρέψεις ένα κείμενο του Σαίξπηρ θεωρείται κάτι σαν ιεροσυλία στην Αγγλία, οπότε το πώς θα το χειριστείς είναι μια πολύ δύσκολη και επίπονη υπόθεση που χρειάζεται μεγάλη έμπνευση και προ παντός θάρρος. Ο Άμλετ εκφράζει πάρα πολλά για τη χώρα, εκφράζει την ίδια την Δανία, μιας και είναι ο αγαπητός της πρίγκηπας. Η ψυχική του αρρώστια προέρχεται από την σύγκρουσή του ανάμεσα στην αγάπη για τη μητέρα του και στο καθήκον να προστατέψει το μέλλον της χώρας του από έναν κακό μονάρχη και να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του.
     Δεν είναι εύκολο να καταπιαστείς με ένα τέτοιο εγχείρημα, δηλαδή της μετατροπής ενός τέτοιου δράματος σε κωμωδία. Πρέπει να βασιστείς σε συγκεκριμένα στοιχεία του ήρωα και ειδικά στα αδύνατα σημεία του έργου. Δυστυχώς το έργο του Σαίξπηρ είχε κάποια από αυτά και εκεί πάνω βασίστηκε ο Μπόμπρικ για να γράψει την παρωδία του, που τελικά δεν προσβάλλει τους θεατές, ούτε τον ίδιο τον αρχικό συγγραφέα αλλά απλά δίνει μια διαφορετική ματιά την οποία αν ακολουθήσεις μπορεί να δεις με συμπάθεια ακόμη και τον ήρωα του αυθεντικού έργου του Σαίξπηρ.
      Στα δικά μας τώρα, το ελληνικό «ανέβασμα» του έργου - που αρχικά πραγματοποίησε ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης πριν πολλά χρόνια - είναι άρτιο και όσο περνούν τα χρόνια και ταυτίζεται με τον ήρωα, τον οδηγεί και ο ήρωας με τη σειρά του  σε άλλα μονοπάτια, του προσφέρει άπειρες ευκαιρίες να εκφραστεί και να ξετυλίξει το σημαντικό υποκριτικό του ταλέντο. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης συνήθισε τον Άμλετ Β’. Αλλά δεν τον πρόδωσε. Έχει μπει τόσο πολύ στο «πετσί» του που πλέον δεν προσπαθεί καν να προσποιηθεί. Με το που εμφανίζεται στη σκηνή, το κοινό περιμένει μια απλή γκριμάτσα για να «λυθεί» στο γέλιο, αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή, γιατί όλοι οι ηθοποιοί δίνουν το εκατό τοις εκατό των δυνάμεών τους για να φέρουν τέλεια εις πέρας αυτό το δύσκολο εγχείρημα του Άμλετ Β΄ που θυμίζει τελικά μιούζικαλ αμερικανικών προδιαγραφών. Κάπου εδώ πρέπει να αναφέρω, πως θα έλεγε κανείς, ότι ο συγγραφέας από σεβασμό προς τον «μάστορα» Σαίξπηρ, δεν ήθελε να παρωδήσει απλά τον Άμλετ, αλλά ξεκινώντας έτσι, κατέληξε να γράφει ένα πολύ δύσκολο έργο από όλες τις απόψεις.
     Εδώ οι ηθοποιοί πρέπει να είναι ιδιαίτερα ταλαντούχοι, να τραγουδούν, να χορεύουν, ακόμη και να ακροβατούν και να χορεύουν στον αέρα όπως είδα - με έκπληξη - να κάνει η υπερ-ταλαντούχα Βάσω Γουλιελμάκη, η οποία – και ας ξεκινήσω από αυτήν να αναφέρω τους ηθοποιούς - δεν φείδεται κόπου και δυνάμεων, αλλά και το ταλέντο της ως κωμικού και ως δραματικού –ήταν πολύ σκοτεινή και εσωτερική στην σκηνή της τρέλλας της Οφηλίας- ηθοποιού φαίνεται εδώ σε όλο του το μεγαλείο. Ο ρόλος της ως αρραβωνιαστικιάς του Άμλετ και μέλλουσας γυναίκας του -που τελικά μόνο με τον Άμλετ δεν έχει «κοιμηθεί»- είναι πολύ αστείος αλλά και τέλεια ειρωνικός. Τονίζει την υποκρισία της εποχής που ήθελε τις γυναίκες άβουλα όντα να υπακούν στα αυστηρά και υποκριτικά ήθη της παρθενίας κ.τ.λ. Σοβαρά αντιμετώπισε τον ρόλο η κ. Γουλιελμάκη και γι΄αυτό τον απέδωσε πολύ σωστά. Της αξίζει ένα μεγάλο μπράβο.
      Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης στον οποίο αναφέρθηκα και πιο πάνω, ξετύλιξε όλο το κωμικό του ταλέντο. «Ειρωνεύτηκε» τον ήρωα όσο έπρεπε. Ο πρίγκηπας-παιδί με το ξύλινο αλογάκι έγινε τιμωρός και σκότωσε έστω και κατά λάθος τους εχθρούς του χωρίς να «μπερδεύει» τον θεατή με αλλαγές χαρακτήρα. Ο κ. Κυριακίδης με δωρικότητα και αφαιρετικότητα αποτίναξε από πάνω του όλα τα στοιχεία που υπερβάλλουν σε μια κωμωδία, και έπαιξε το έργο με απόλυτη παιδικότητα σαν να παίζει ένα παιχνίδι με το κοινό χωρίς όμως να βγαίνει ούτε στιγμή από τον ρόλο του. Φυσικά τον ρόλο τον παίζει για χρόνια ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, αλλά γι’ αυτό ακριβώς θα μπορούσε να φαίνεται κάποια κούραση στην ερμηνεία του. Αντιθέτως ερμηνεύει τον ρόλο του Άμλετ με φρεσκάδα λες και το πρωτανέβασε φέτος.
    Περνάμε στα διαμάντια της παράστασης και αναφέρομαι στους κ. Χατζή και Σταθακόπουλο, που υποδύονται τους Πολώνιο-φάντασμα και Λαέρτη, αντίστοιχα. Υπέροχοι ηθοποιοί και οι δύο, με μεγάλη υποκριτική γκάμα. Ο κ. Γιώργος Χατζής εκτός από ηθοποιός είναι και εξαίρετος μουσικός και αυτό φαίνεται στην παράσταση, όπου παίζει Βιβάλντι στο βιολί και κρουστά (τα οποία σπάνια δεν γίνονται ενοχλητικά όταν δεν συνοδεύουν άλλα μουσικά όργανα).
     Εκτός από τις μουσικές του ικανότητες ο ρόλος του ως Πολώνιος, δηλαδή πατέρα της Οφηλίας και του Λαέρτη, ερμηνεύτηκε πολύ καλά. Ο πονηρός από όλες τις απόψεις Πολώνιος προκάλεσε πολύ γέλιο με τις κακές του συνήθειες. Εκεί όμως που ο Γιώργος Χατζής οδηγεί τους θεατές σε ένα ντελίριο γέλιου είναι όταν υποδύεται το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ. Νευρικός, απότομος και αγενής ο νεκρός, εκνευρίζεται συνέχεια με τον «ηλίθιο» γιο του που δεν κάνει αυτό που θέλει. Καταπληκτικός ως εκκρεμές με το σεντόνι! Το σπάνιο ταλέντο κωμικού λάμπει σε αυτόν τον ηθοποιό.
       Ο γιος του Πολώνιου, Λαέρτης, «ανήκει» στον Πάνο Σταθακόπουλο που «βγάζει» πολύ γέλιο ως ομοφυλόφιλος που δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει αυτή του την ιδιότητα. Πολύ δυνατός κωμικός που φαίνεται ακόμη και από την εμφάνισή του στη σκηνή, όπου δεν χρειάζεται καν να μιλήσει καθώς μόνο με την έκφρασή του, το κοινό παραληρεί.
      Ο κ. Γιώργος Κωνσταντίνου ως βασιλιάς Κλαύδιος και υπεύθυνος για τον θάνατο του πατέρα του Άμλετ είναι πειστικός και αξιοπρεπέστατος. Το ανάστημά του παραπέμπει σε βασιλιά έτσι κι αλλιώς οπότε δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια να πείσει γι’ αυτό. Η σκηνή της προσευχής του κατά την οποία ζητάει από τον Θεό να στείλει «μνημόνιαμνημόσυνα» στους πολίτες αλλά και καραμελάκια σε αυτόν είναι δείγμα του υποκριτικού του ταλέντου.
      Η κ. Χριστίνα Τσάφου ως Γερτρούδη «ζει ένα δράμα» θα έλεγα, ως μάνα που το παιδί της έχει «αρρωστήσει» βαριά, αλλά η ανεμελιά της προδίδει το πόσο λίγο το αγαπάει (αν το αγαπάει καθόλου). Πολύ καλή κωμικός, ιδίως στη σκηνή όπου έρχεται «κοντά» με τον Άμλετ. Το κάτι άλλο.
     Ερχόμαστε και στους Γκίλντενστερν και Ρόζενγκρατς, φίλοι του Άμλετ αλλά και προδότες του - όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Ως Γκίλντενστερν βλέπουμε τον κ. Χρήστο Γιάνναρη, έναν ηθοποιό με πείρα που ξέρει να «παίζει» με το κοινό, ιδίως στην πρώτη πράξη πολλοί παρασύρονται από την ανακοίνωσή του. Ο ρόλος του δεν είναι πολύ μεγάλος αλλά είναι ο καταλύτης του έργου, καθώς η πλοκή θα ήταν διαφορετική αν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο άνθρωποι (οι φίλοι του Άμλετ). Ειρωνικός εκεί που πρέπει και επιφορτισμένος με το φορτίο της επικοινωνίας με το κοινό, τα καταφέρνει περίφημα, καθώς κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται από καινούριους ή άπειρους ηθοποιούς. Θα ήταν περίφημος και ως κομπέρ στο «Καμπαρέ».
      Ο κ. Γιάννης Ζαράγκαλης, έπαιξε με απλότητα τον ρόλο του ως ο χαζούλης Ρόζενγκρατς.  Δύσκολο, καθώς ο ηθοποιός θα πρέπει να δείχνει «ελαφρύς» αλλά να μην είναι. Καλός και ο κ. Κωνσταντίνος Κυριακού ως Οράτιος.
     Η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, διανθισμένη με τα σημερινά δεδομένα - «μνημόνια», κτλ.- έφερε εις πέρας την δύσκολη αποστολή της, την κατανόηση του κειμένου χωρίς μπερδέματα και αστοχίες, κάτι που πολύ εύκολα μπορεί να συμβεί, ιδίως σε παρωδίες έργων.
      Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη εντυπωσιακά. Η Νικόλ Παναγιώτου έκανε πάρα πολύ καλή δουλειά στα κοστούμια. Οι χορογραφίες της κ. Άννας Αθανασιάδη θα μπορούσαν να είχαν λιγότερη κίνηση, καθώς φαίνονταν και μάλλον ήταν πολύ δύσκολες, αλλά πολύ όμορφες. Βέβαια τα μουσικά σημεία ήταν άρτια και ο σκηνοθέτης  εκεί σε συνεργασία με την χορογράφο δημιούργησαν πολύ ωραίες εικόνες.
     Η σκηνοθεσία του Βλαδίμηρου Κυριακίδη είχε το αποτέλεσμα που περίμενε. Μια καλή κωμωδία. Ο ρυθμός που χρειάζεται μια τέτοια παράσταση επιτεύχθηκε, οι ηθοποιοί - άλλοι διδαγμένοι καλά, άλλοι με κάπως μεγαλύτερη ελευθερία για αυτοσχεδιασμούς - απέδωσαν τα μέγιστα.

 

 

 

Κριτική: «Ένα εξοχικό παρακαλώ»

     Δεν είναι λίγες οι φορές που μια κωμωδία δημιουργεί ανάμικτα συναισθήματα, όπως η συγκεκριμένη. Η υπόθεση είναι πολύ απλή αλλά και ολίγον μπερδεμένη. Ο Δημήτρης είναι παντρεμένος με την Άννα αλλά λόγω μιας κακής δουλειάς που κάνει με φωτοβολταϊκά έχει χάσει τα χρήματα της υποθήκης του σπιτιού της γυναίκας του  και πρόκειται να πουλήσουν το σπίτι και να χωρίσουν. Ως εδώ καλά. Τίποτα το φοβερό. Στη συνέχεια ο Δημήτρης, μέσα από κάποιες αποκαλύψεις, καταλαβαίνει ότι αγαπάει ακόμη τη γυναίκα του και η Άννα το ίδιο, αλλά σε εμάς αυτές οι αποκαλύψεις δεν είναι και τόσο φανερές. Το μόνο που βγαίνει προς τα έξω είναι οι παράνομες και διπλές σχέσεις της Άννας με τον φίλο του Δημήτρη, της κόρης με τον ίδιο φίλο του Δημήτρη, του Δημήτρη με το όμορφο πλην ιδιαζόντως ηλίθιο μοντέλο, η οποία όμως κρύβει και ένα μυστικό που μας αποκαλύπτεται στο τέλος. Όλο αυτό το συνονθύλευμα σχέσεων έρχεται να το επισκιάσει αλλά και να το υπογραμμίσει ο αγοραστής του σπιτιού -που αλλοίμονο – έπρεπε και αυτός να έχει καλά κρυμμένα μυστικά.
      Αναρωτιέμαι αν όλη αυτή η υπόθεση είναι γραμμένη για να «βγάλει» γέλιο ή για να προκαλέσει στους θεατές πολλαπλά εγκεφαλικά καθώς δεν μπορούν οι καημένοι να βγάλουν και πολύ άκρη με όλα αυτά τα ακατανόητα που συμβαίνουν. Φυσικά πρόκειται για το θεατρικό είδος της φάρσας, αλλά ακόμη και εκεί υπάρχουν κανόνες και όρια που έτσι και τα υπερβούν οι συγγραφείς τους παύουν να είναι αρμονικά ως έργα και παραφωνούν τόσο πολύ που ούτε καν οι ηθοποιοί με την υποκριτική τους δεινότητα δεν μπορούν να σώσουν την κατάσταση.

       Μιας που αναφέρθηκα στους ηθοποιούς ας αρχίσω με πρώτο τον κ. Πούλη που αν και δεν παίζει σε ολόκληρο το έργο - εμφανίζεται μόλις στο τέλος της πρώτης πράξης αλλά σε όλη σχεδόν τη δεύτερη - μας υπενθυμίζει τον «ρόλο» του, που από ό,τι έχω καταλάβει τόσα χρόνια, είναι ο «σώστης» της εκάστοτε παράστασης. Τι να πω για τον ρόλο του που είχε αρκετά κενά τα οποία κατάφερε με περισσή μαεστρία να «γεμίσει» αυτός ο πάρα πολύ καλός ηθοποιός, καθώς η φαντασία του «γεννά» συνέχεια νέους τρόπους να αναδεικνύει έναν ρόλο. Βέβαια και ο σκηνοθέτης               κ. Θωμόπουλος βοήθησε ώστε αυτός ο χαρακτήρας να γίνει ένα ξεχωριστό έργο από μόνο του. Καρατερίστας εδώ λοιπόν ο κ. Πούλης - χωρίς να θέλω να μειώσω ούτε στο ελάχιστο τις υποκριτικές του ικανότητες - καθώς ανέλαβε έναν ρόλο που είναι δίκοπο μαχαίρι στην περίπτωση που δεν τον ερμηνεύσει με φαντασία και προ παντός αφαιρετικότητα. Αυτός ο τύπος σώζει την παράσταση.


       Η πρωταγωνίστρια της παράστασης κ. Μαριάννα Τουμασάτου ήταν αρκετά διεκπεραιωτική. Μπορεί και πολύ καλύτερα. Ίσως να επηρεάστηκε από το άγχος της πρεμιέρας. Από την άλλη ο κ. Αθανασίου ως Δημήτρης ήταν μια αποκάλυψη για μένα που δεν είχε τύχει να τον δω ξανά στο θέατρο. Αεικίνητος, «γέμιζε» τη σκηνή και έδωσε μεγάλο δείγμα του κωμικού του ταλέντου το οποίο δεν αφήνει πολλές φορές να βγει τόσο καλά στην επιφάνεια όταν παίζει στην τηλεόραση. Ελπίζω να συνεχίσει να εμφανίζεται σε κωμωδίες γιατί το θέατρο έχει ανάγκη από πολύπλευρα ταλέντα. Βέβαια στο συγκεκριμένο έργο μόχθησε να πείσει ως πατέρας της δεκαοχτάχρονης κοπέλας  καθώς, αυτό το κακό συνήθειο να χρεώνουμε σε νέους ανθρώπους τόσο μεγάλα παιδιά το έχουμε πάρει από τις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες και δεν κόβεται εύκολα.
       Όσον φορά στον κ. Αποστολάκη, είναι γνωστό το πόσο ακριβής είναι στις ερμηνείες του και πόσο δεν ξεπερνάει το υπερβολικό στοιχείο μιας κωμικής σκηνής. Ηθοποιός με πολλές περγαμηνές, δίνει ένα δείγμα του μεγάλου ταλέντου του σε έναν ρόλο κατώτερο των αξιώσεών του. Θα μπορούσα να πω ότι «ανταγωνίζεται» τον κ. Πούλη στην κωμική του γκάμα.
      Η κ. Μανωλάκου πείθει ως μοντέλο αναμφίβολα λόγω των αναλογιών της αλλά και του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται πάνω στη σκηνή. Εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι ήταν πάρα πολύ επαγγελματίας, χωρίς να δείχνει κάποιο ιδιαίτερο «τρακ» λόγω πρεμιέρας. «Υποστήριξε» πολύ καλά τον ρόλο, έναν δύσκολο ρόλο που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια λάθους, καθώς φαίνεται εύκολος αλλά δεν είναι. Πρέπει να είναι συνεχώς σε εγρήγορση και να στηρίζει το κουτό και αφελές μοντέλο χωρίς να γίνει αντιπαθητική.
      Συνεχίζοντας, ο λόγος αφορά δυο νέα παιδιά, τους Άρη Τσάπη και Κωνσταντίνα Κομματά που έχουν πολλά ακόμη να δείξουν υποκριτικά. Ο κ. Τσάπης ήταν ακούραστος, με φαντασία, ερμήνευσε τον ρόλο «του φίλου που έχει ξεστρατίσει» με φρεσκάδα και άνεση λες και παίζει πολλά χρόνια στο θέατρο. Αν συνεχίσει έτσι τον περιμένει λαμπρή καριέρα. Η κ. Κομματά ήταν λίγο άνευρη αλλά σε αυτό ίσως να οφειλόταν το άγχος της πρεμιέρας. Ας δουλέψει λίγο ακόμη τον ρόλο για να τον υποστηρίξει όσο γίνεται καλύτερα.
       Τέλος, η σκηνοθεσία του κ. Θωμόπουλου –που πολύ εκτιμώ ως καλλιτέχνη- εδώ μας τα χάλασε λίγο. Ναι μεν μια φάρσα οφείλει να είναι γρήγορη, αλλά να μην λησμονείται και το μέτρο και ο ρυθμός που εδώ χάθηκε σε μεγάλο βαθμό. Σε αυτό φταίει και το κείμενο του κ. Φειδά που όπως προαναφέρω δεν είναι δυνατόν να μπερδεύει τόσο τον θεατή. Οι καταιγιστικές πληροφορίες καλό είναι να μειώνονται σε μεγάλο βαθμό ώστε να γίνονται κατανοητές. Η κωμωδία είναι αστεία όταν είναι εύκολα κατανοητή. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
      Τα σκηνικά που παριστάνουν ένα εξοχικό σπίτι της Πελοποννήσου δεν προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον, καθώς είναι πολύ απλά σχεδιασμένα, σαν παιδικά. Είπαμε, κωμωδία, αλλά όχι να ευτελίζεται κι όλας. Τα κοστούμια της κ. Κατσαϊτη παρουσίαζαν κάποιο ενδιαφέρον, ιδίως το κοστούμι του πλούσιου-ψυχοπαθή ρόλου του κ. Πούλη.

Κριτική για την παράσταση «Τέλεια γυναίκα»

 

               Ο κ. Μυλωνάς έχει δείξει από παλιά το ταλέντο του. Δεν είναι νέος ηθοποιός αλλά ούτε και παλιός. Πηγαίνοντας να δεις αυτήν την παράσταση δεν σε εκπλήσσει το γεγονός ότι θα δεις έναν μονόλογο, έτσι κι αλλιώς έχουμε γεμίσει από αυτούς τα τελευταία χρόνια. Ούτε το ότι βρίσκεται ένας άντρας επί σκηνής για εξήντα πέντε συνεχόμενα λεπτά. Αυτό κι αν το έχουμε συνηθίσει –βλέπε Κέιβμαν- αλλά κανείς δεν μπορεί να σε προδιαθέσει για αυτό που θα επακολουθήσει. Ξαφνικά εμφανίζονται οι ήρωες του κειμένου ολοζώντανοι μπροστά σου, μέσα από ένα πολύ σωστά δομημένο κείμενο, με αρχή, μέση και τέλος και μέσα από μια εξαιρετική ερμηνεία που αφήνει το κοινό άφωνο καθώς οι ψυχικές μεταπτώσεις του ήρωα είναι πάρα πολύ αρμονικά δοσμένες, κάτι που είναι σπάνιο σε μονόλογο, γιατί ο ηθοποιός μπορεί να παρασυρθεί πολύ εύκολα από το γεγονός ότι είναι μόνος στη σκηνή, οπότε και μια υπερβολή, μια «στραβοτιμονιά» από το κείμενο ή από την ερμηνεία να γίνει συνήθεια.

              Εδώ, ο Ιάκωβος Μυλωνάς δεν χαρίζεται στον εαυτό του. Κατ’ αρχάς ως συγγραφέας προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Το κείμενο από την αρχή ως το τέλος είναι μια ωδή στην ανθρώπινη κατάντια, ιδωμένο μέσα από μια ψυχολογική πλευρά που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο, ούτε ασυγκίνητο. Ο ήρωας του κ. Μυλωνά ζει μια αληθινή, αλλά και μια ψεύτικη ζωή συγχρόνως. Πολύ δύσκολο αλλά και πολύ εύκολο να συμβεί, εξαρτάται από ποιά ματιά το βλέπει κανείς. Φυσικά έχουμε να κάνουμε με μαύρη κωμωδία η οποία ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, καθώς οδηγείται σε «γκραν γκινιόλ» καταστάσεις αλλά αυτό είναι και το στοίχημα του συγγραφέα, που όπως φαίνεται, κερδήθηκε. Ο ήρωας χάνει την συμπάθεια του κοινού αλλά κερδίζει τη συμπόνια και μια κάποια κατανόηση, κάτι που δεν είναι και λίγο.

        Η ερμηνεία του κ. Μυλωνά είναι πολύ καλή. Έχει φυσικά το πλεονέκτημα του συγγραφέα, αλλά δεν είναι και πάντα πλεονέκτημα το να «παίζεις» το ίδιο σου το δημιούργημα, δεδομένου ότι παρασύρεσαι από  αυτό και δεν τονίζεις ιδιαίτερα κάποια στοιχεία του ρόλου που θα έπρεπε να τονιστούν λίγο παραπάνω. Ο κ. Μυλωνάς δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία, αριστοτεχνική θα λέγαμε, καθώς ο –λιγότερο- ψυχωτικός ήρωάς του εμφανίζεται και εξαφανίζεται συνέχεια επί σκηνής. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Ίσως κάποιες επαναλήψεις στο κείμενο θα έπρεπε να λείψουν, αλλά σαν πρώτη συγγραφική απόπειρα του κ. Μυλωνά μπορώ να πω ότι αξίζει να την προσέξεις γιατί το ταλέντο του είναι φανερό και στη συγγραφή.

        Όσον αφορά στην υπόλοιπη παράσταση, οι φωτισμοί του κ. Καρτάκη είναι απλοί, τα κοστούμια του κ. Παπαθανασίου εξυπηρετούν την παράσταση, και η σκηνοθεσία που ανήκει και αυτή στον κ. Μυλωνά εξυπηρετεί το μέτρο, αλλά με λίγες υπερβολές σε κάποια σημεία. Όπως και να’ χει η παράσταση είναι πάρα πολύ καλή και η ερμηνεία δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις ερμηνείες μεγάλων ηθοποιών. Ανυπομονώ να δω τα υπόλοιπα συγγραφικά εγχειρήματα του κ. Ιάκωβου Μυλωνά.

                  Ε.Β.
9/2/2017
ΜΙΚΡΟ ΑΘΗΝΑΙΟΝ ΕΩΣ 26/2
----------------------------------------------------------------------------------------------

Κριτική παράστασης: Ψύλλοι στ’ αυτιά

          Όπως είναι γνωστό, το έργο του Φεϋντώ «Ψύλλοι στ’ αυτιά, γράφτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, ενός αιώνα που έμεινε γνωστός για την βιομηχανική επανάσταση και τις εφευρέσεις που βοήθησαν και βελτίωσαν τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, παρ’ όλο που στις αρχές μπορούσαν να τις χρησιμοποιούν μόνο οι λίγοι, όπως γίνεται συνήθως με όλα τα νέα πράγματα που εμφανίζονται στον κόσμο. Έτσι λοιπόν, οι ήρωες αυτής της κωμωδίας ζουν το δικό τους «δράμα», καθώς  η άνεση αυτή τους έχει επιφέρει μια αφόρητη ανία και δεν ξέρουν τί να κάνουν. Αυτό δεν σχολιάζεται στο έργο, αλλά υπονοείται όταν το παντρεμένο και αγαπημένο πλούσιο ζευγάρι της ιστορίας μας ανακαλύπτει συνεχώς νέους τρόπους να αγαπηθεί από την αρχή, και το καταφέρνει τελικά.


        Μέσα σε όλη την παρεξήγηση που δημιουργεί το αθώο κατά τα άλλα γράμμα της Ραϊμόνδης (Πολυξένη Σπυροπούλου) προς τον σύζυγό της κ. Βίκτωρα-Εμμανουήλ (Ταξιάρχης Χάνος) δημιουργούνται αστείες καταστάσεις και κωμικές σκηνές που προκαλούν το γέλιο αλλά και την σκέψη καθώς μέσω του Πος (Ταξιάρχης Χάνος) που μοιάζει καταπληκτικά με τον πρωταγωνιστή και σύζυγο της Ραϊμόνδης θίγεται το πρόβλημα της ταξικής διαφοράς ανάμεσα στον πλούσιο δικηγόρο Βίκτωρα και στον υπάλληλο ξενοδοχείου Πος. Ο Φεϋντώ  ασχολείται και με την ηθική κατάπτωση του Παρισιού του 1907, επιλέγοντας τον αστείο αλλά και λίγο κακό πρώην στρατιωτικό Φεραγιόν (Τάσος Πεζιρκιανίδης) ως τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου όπου εκτυλίσσεται η μισή πλοκή του έργου, και όπου καταφθάνουν τα παράνομα -κυρίως - ζευγάρια της εποχής για να χαρούν τον έρωτά τους. Έτσι, σχολιάζει αρνητικά και κοροϊδεύει με τον τρόπο του την πολιτική κατάσταση της χώρας, αφού ένας στρατιωτικός που ορκίστηκε πίστη στην πατρίδα και σε ό, τι αυτή αντιπροσωπεύει καταντά να κατέχει ένα ξενοδοχείο για παράνομα ζευγάρια.

         Οι παρεξηγήσεις διαδέχονται η μία την άλλη και η λύση έρχεται πολύ φυσικά λύνοντας όλες τις διαφορές, εκτός από τις ταξικές φυσικά, που όμως κάπως απαλύνονται στο τέλος του έργου.

       Ο Ταξιάρχης Χάνος (Βίκτωρ-Εμμανουήλ&Πος) δίνει εντυπωσιακά δείγματα του ταλέντου του, τόσο του κωμικού όσο και του δραματικού, αφού ο διπλός ρόλος που του έχει ανατεθεί δεν είναι και τόσο εύκολος για να ερμηνευτεί. Ο Βίκτωρ του είναι ήρεμος, απλός και χωρίς πολλές φανφάρες. Παρ’ όλ’ αυτά σου προβάλλει μια ένταση καθώς υποδόρια ανησυχεί για τη γυναίκα του και για το πόσο πιστή του είναι. Ως Πος, ο φτωχός υπάλληλος του ξενοδοχείου ο κ. Χάνος αλλάζει εντελώς, ως οφείλει, ενεργοποιεί θα λέγαμε την κωμικοτραγική μάσκα του ηθοποιού, γιατί αυτός ο δεύτερος ρόλος είναι και κωμικός και τραγικός συγχρόνως.

 

     Ο γιατρός του έργου τον οποίο υποδύεται ο κ. Κώστας Σαντάς προκαλεί στο κοινό αβίαστο γέλιο αλλά και μια μικρή πικρία για την κατάντια ενός επιστήμονα, που όμως «σπάει» τα καθιερωμένα και ζει τη ζωή που αυτός θέλει και όχι αυτό που προστάζουν οι τύποι της εποχής. Πάντα καλός σε τέτοιους ρόλους ο κ. Σαντάς αλλά με ένα μικρό πρόβλημα ορθοφωνίας και έντασης στη φωνή που θα ήταν καλό να προσέξει λίγο παραπάνω.

        Υπέροχος ο κ. Πεζιρκιανίδης ως ξενοδόχος. Είναι πολύ τυχερή η Θεσσαλονίκη που τον έχει στο δυναμικό του κρατικού της θεάτρου. Ακριβής, με δυνατή ερμηνεία και σωστή απόκριση στις αντιδράσεις του κοινού. Ένας καθαρά κωμικός ηθοποιός που δούλεψε με πάρα πολύ συνέπεια τον ρόλο του και κατάφερε να αναδείξει αυτόν τον δεύτερο ρόλο σε πρωταγωνιστικό. Μπράβο του.

 

      Όσο για τον υπόλοιπο θίασο, πολύ χαριτωμένη και ακριβής η κ. Πολυξένη Σπυροπούλου (Ραϊμόνδη), απλή και καλή η κ. Εύη Σαρμή (Λουίζα), πολύ πειστικός ως εραστής ο κ. Δημήτρης Σιακάρας (Τουρνέλ), ευχάριστος και συμπαθητικός στον απίστευτο ρόλο του Καμίλλου ο κ. Θανάσης Ραφτόπουλος καθώς χρειάζεται αρκετή προσπάθεια και συγκέντρωση για να μιλάς χωρίς κάποια σύμφωνα και να μη γίνεσαι γελοίος αλλά αστείος. Πολύ καλοί και οι υπόλοιποι ηθοποιοί στους ρόλους τους, ο κ. Καύκας, η κ. Μιτσίσκα, ο κ. Ραφτόπουλος, η κ. Σωφρονίδου, η κ. Τουμανίδου, αλλά ο κ. Τσάτσαρης ως Άγγλος ήταν λίγο υπερβολικός, ίσως θα έπρεπε να μετριάσει τη φωνή του.

           Τέλος ο κ. Θάνος Φερετζέλης πρόκειται για περίεργη υπόθεση ηθοποιού. Δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό σε αυτή τη φράση. Ζει τον ρόλο του Χιστάνγκουα, δίνει όλο του τον εαυτό στον Ισπανό που υποδύεται και έχει απόλυτο μέτρο παρ’ όλ’ αυτά. Απλά καταπληκτικός.

 

     Η σκηνοθεσία ανήκει στον καλλιτεχνικό διευθυντή του Κ.Θ.Β.Ε. κ. Γιάννη Αναστασάκη, ο οποίος δεν «πάτησε» στην συνηθισμένη «συνταγή» «ανεβάσματος» μιας φάρσας όπου όλοι οι ηθοποιοί φωνάζουν και υπερβάλλουν χωρίς λόγο, αλλά σκηνοθέτησε το όλο έργο ως κωμωδία με δραματικές προεκτάσεις που δεν αφαιρούν τίποτα από το πολύ σωστό τελικό αποτέλεσμα. Ίσως στον Άγγλο και στον Πος να έδωσε κάποιες σκηνοθετικές οδηγίες που έρχονται κατ’ ευθείαν από την Ιταλική κωμωδία, αλλά αυτό είναι το αλατοπίπερο της φάρσας του Φεϋντώ.

       Η μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη δεν είχε κάποιο ψεγάδι. Είναι η παλιά και δοκιμασμένη μετάφραση που από τη στιγμή που εξυπηρετεί την κατανόηση της πλοκής δεν βλέπω τον λόγο γιατί να αλλάξει. Όσο για τα σκηνικά του κ. Βασίλη Παπατσαρούχα, αυτά είναι αρκετά εμπνευσμένα και μας οδηγούν νοερά στο Παρίσι του 1900 με τους υπέροχους πίνακες του Τουλούζ Λωτρέκ και όχι μόνο. Τα κοστούμια του κ. Γιώργου Ζιάκα είναι εντυπωσιακά, αν και θα μπορούσαν να ραφτούν κα’να δυο φουστανάκια παραπάνω, ιδίως για τις γυναίκες της υψηλής κοινωνίας. Οι φωτισμοί του κ. Βασίλη Παπακωνσταντίνου εξυπηρετούν τον σκοπό του έργου, πότε δημιουργώντας κατάλληλη ατμόσφαιρα και πότε τονίζοντας τις εκφράσεις των ηθοποιών.

     Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι είναι μια παράσταση που δεν πρέπει να «κατέβει» ούτε τον Μάρτιο, αλλά αν πρέπει, θα πρέπει να συνεχίσει το Καλοκαίρι ή την επόμενη σεζόν για να τη  δουν όσο γίνεται περισσότεροι θεατές και ιδίως στην Αθήνα.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. ΕΩΣ 5/3/17
Ε.Β.
6/2/2017
Κριτική για την παράσταση: «Αγάπη μόνο»
 







      Επιθεώρηση λοιπόν, να ένα είδος που δεν βλέπουμε και πολύ συχνά ούτε στη Θεσσαλονίκη, αλλά ούτε και γενικότερα στην Ελλάδα πλέον. Έχει δυστυχώς εκλείψει το είδος, εκτός από μερικές εξαιρέσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν, δυστυχώς τον κανόνα ότι τα κακώς κείμενα πλέον δεν τα αγγίζουμε θεατρικά, γιατί  μπορεί και να επηρεάσουν πιο άμεσα τον θεατή, μπορεί να τον «αγγίξουν» στην ψυχή του, κάτι που «κάποιοι» δεν θέλουν να γίνει, ιδίως τον σημερινό θεατή που είναι έτοιμος να εξεγερθεί για να αντισταθεί στην κακοήθεια και τη μιζέρια που τον περιβάλλει.


     Μέσα σε αυτό κλίμα προσπάθησαν οι κ. Σεφερλής και Παπαδόπουλος -που είναι οι συγγραφείς αυτής της επιθεώρησης/μουσικής παράστασης- να προκαλέσουν αλλά και να διασκεδάσουν τον λαό, όχι χοντροκομμένα - όπως ίσχυε παλαιότερα με τις επιθεωρήσεις του κ. Σεφερλή - αλλά με κάποια λεπτότητα που διανθίστηκε με αιχμηρό χιούμορ που σχολίαζε τα τεκταινόμενα, πράγμα που σπάνια προσπαθούσε ο κ. Σεφερλής στο παρελθόν, αφού εστίαζε κυρίως στο θέαμα και στις γρήγορες ατάκες των τηλεοπτικών ηρώων του, οι οποίες ενθουσίαζαν κυρίως τα παιδιά.

      Λοιπόν, για να μπω στο κυρίως θέμα, η επιθεώρηση/μουσική παράσταση που έγραψαν οι κ. Μάρκος Σεφερλής και Στέλιος Παπαδόπουλος ήταν αστεία, όχι γελοία, με έξυπνες ατάκες και γρήγορη ροή. Τα διάφορα σκετς σχολίαζαν από διάτοντες αστέρες της καθημερινότητας έως απλούς οικογενειάρχες που περνούν βαρετές ζωές με τις συζύγους αλλά και κλέφτες «λαμόγια» που διάγουν πλούσιο βίο σε εξωτικά νησιά, και αεροπορικές εταιρίες που δεν συμπαθούν  (όσο διαφημίζουν) τους φτωχούς πελάτες τους. Το τέλος, ως συνήθως ένα σχόλιο στο πολιτικό σκηνικό της χώρας ήταν δυνατό τόσο σε λόγο όσο και σε εικόνα. Οι Θεοί του Ολύμπου ίσως είναι οι καταλληλότεροι να τιμωρήσουν πλέον τον τόσο αλαζόνα Έλληνα πολιτικό.     

        Η ευχάριστη έκπληξη αυτή τη φορά όμως, άκουγε στο όνομα «πολιτική σάτιρα» που έλειπε σε μεγάλο βαθμό από τις επιθεωρήσεις του. Αυτή τη φορά τα λέει και τα λέει καλά σε σημείο άλλοτε να ξεσηκώνει και άλλοτε να συγκινεί το νεότατο κοινό του που σε καμία περίπτωση δεν είναι ανίδεο περί της Ελληνικής κατάστασης. Μπράβο που επιτέλους κάποιος τολμάει να μιλήσει και να μην σκεφτεί τίποτα.    

         Η σκηνοθεσία γενικά έχει σαν σκοπό να τονίσει τον λόγο σε αυτό το είδος του θεάτρου και αυτό ο κ. Σεφερλής το κατάφερε. Αν και η υπερβολή, όπως η σκηνή με τον ταλαίπωρο επιβάτη της οικονομικής θέσης, δεν αποφέρει πάντα το αναμενόμενο αποτέλεσμα…Η κ. Δέσποινα Βολίδη έκανε καλή δουλειά με τα σκηνικά, αν και θα τα προτιμούσα κάπως πιο πλούσια, γιατί έτσι έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια τον κόσμο η επιθεώρηση του κ. Σεφερλή, στηριγμένη σε πρότυπα άλλων εποχών, των παλιών καλών επιθεωρήσεων του ’50 και του ’60.

      Οι χορογραφίες του κ. Κουζίτσκιν ήταν απλές με κάποιες στιγμές έμπνευσης, όπως στη σκηνή με το παντρεμένο ζευγάρι, στην αρχή της παράστασης. Δυστυχώς δεν με ενθουσίασαν οι φωτισμοί  του κ. Δημήτρη Σεφερλή οι οποίοι ήταν ένα απλό φώτισμα της σκηνής, χωρίς οποιαδήποτε όρεξη για δημιουργία, καθώς όλα τα σκετς δεν ήταν ίδια. Θα μπορούσε ας πούμε να γίνει κάτι διαφορετικό στο κομμάτι του κλαμπ. Ο ήχος του ίδιου, από την άλλη, ήταν άψογος. Ούτε πολύ δυνατός ούτε πολύ σιγανός. Αυτό που έπρεπε. Τα κοστούμια του κ. Αλέξη Φούκου ήταν τα σωστά σε κάθε σκηνή.  Ιδίως της τελευταίας πράξης ήταν πολύ εντυπωσιακά και μαζί με τα θεατρικά κοστούμια της κ. Σίλιας Δεμίρη, τόνιζαν ακριβώς τους χαρακτήρες που υποδύονταν οι ηθοποιοί. Πολύ καλή και γρήγορη η δουλειά της μακιγιέζ κ.Βάσιας Λυμπεροπούλου, αφού μόνο για τις μεταμφιέσεις του κ. Σεφερλή χρειάζεται αρκετός χρόνος.

     Ο υπέροχος κ. Καπετάνιος υποδύθηκε με έμπνευση, αντοχή και εξαιρετική διάθεση όλους τους ρόλους του. Ιδίως στο νούμερο που υποδύεται τη γηραιά κυρία με το υπερβολικό ντύσιμο ήταν πολύ διασκεδαστικός, πράγμα που σημαίνει πως πέτυχε τον στόχο του.        Ακόμη, η εξαιρετική αντοχή του στον τύπο του κλόουν που έχει αναπτύξει στις επιθεωρήσεις του κ. Σεφερλή τον κάνει πολύ συμπαθή στο κοινό γι’ αυτό τον στηρίζει με την αγάπη του τόσα χρόνια. Ίσως βέβαια η υπερβολή στο νούμερο του αεροπλάνου να μην είναι και τόσο θεατρικά αποδεκτή.

       Οι κύριοι Ρωμανίδης και Κρητικός υποδύθηκαν με πολύ κέφι τους ρόλους τους, αλλά και άνεση.  Ο κ. Γιάννης Ζουμπαντής δείχνει πάντα πόσο αγαπάει αυτό που κάνει αλλά δεν πέφτει στην ευκολία να «πουλήσει» την εικόνα του. Υποδύεται πάντα με σωστό και καίριο τρόπο όλους τους ρόλους του, είτε επρόκειτο για τον Ερμή, είτε για ένα απλό θαμώνα νυχτερινού κέντρου.  Η κ. Αρετή Ζαχαριάδου, αν και αστεία, ίσως θα έπρεπε να μεταπηδήσει σε κάποιο άλλο είδος θεάτρου που θα αναδείκνυε το υποκριτικό της ταλέντο, καθώς εδώ αναλώνεται στα ίδια και στα ίδια. Πολύ όμορφες και οι παρουσίες των κ. Δημοπούλου και Ιωάννου.

      Όσο για τον κ. Μάρκο Σεφερλή, έχει πλέον μάθει πολύ καλά το θέμα «ελληνική επιθεώρηση» αν και χρειάζεται κάποια μαθηματάκια ακόμη για να «περάσει» στη «σχολή» των μεγάλων επιθεωρησιογράφων και ερμηνευτών που συγκλόνιζαν κάποτε το κοινό, άλλοτε με τη φωνή τους και άλλοτε με το να υποδύονται αστείους τύπους αλλά και τραγικούς. Ο κ. Σεφερλής είναι μεγάλο ταλέντο και πολύ αστείος, μα πάνω από όλα είναι ετοιμόλογος με μια εκπληκτική αίσθηση του κοινού που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Αυτή η αγάπη προς το κοινό «βγαίνει» καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, γι’ αυτό και το κοινό του συγχωρεί τα όποια «λάθη».

       Όμως, θα ήταν άδικο να μη μιλήσω για το υποκριτικό ταλέντο του κ. Σεφερλή που είναι πηγαίο και ανεξάντλητο. Έχει εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και οι εκφράσεις του δεν αφήνουν κάνεναν αδιάφορο, αφού παρασέρνει τους πάντες σε μια συνεχόμενη παρακολούθηση του προσώπου του.

2/11/16

Ε.Β.
     


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Η παράσταση "Αγάπη μόνο" θα παίζεται στο ΡΑΔΙΟ ΣΙΤΥ έως τις 6 Νοεμβρίου
 





Τις παλιότερες κριτικές της σελίδας θα τις βρείτε εδώ:


Κριτικές για τις παραστάσεις:

Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες

Χωρίζουμε λέμε

Γαμπροί από τα Τίρανα

και εδώ:

Κριτικές για τις παραστάσεις:
ΤΟΚ-ΤΟΚ
Κριτική: I am what I am
Αντιγόνη
 ΗΡΩΕΣ
Δεν θα με τρελλάνεις εσύ εμένα
 Παράνομη οδήγηση
Beauty and the Beast
Όταν έχω εσένα
Το ασχημόπαπο
Caveman
ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ
Ο κουλοχέρης του Σποκέιν
Άννυ
Γλυκό πουλί της νιότης
ΜΕΡΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ
ΚΑΜΠΑΡΕ
Η κωμωδία του τυχαίου θανάτου ενός αναρχικού
LA TRAVIATA
ΟΛΕΑΝΝΑ
ΕΙΡΗΝΗ
Οθέλλος
MISTERO BUFFO
ΑΠΑΝΤΕΩΝΕΣ ΚΑΙ ΤΖΕΝΤΛΕΜΕΝ
SUNSET LIMITED
LOL
Λα Πάμελα
Κατά φαντασίαν ασθενής
Σ'αγαπάω αλλά...