Δεν θα με τρελλάνεις εσύ εμένα: κριτική

 

Η υπόθεση σίγουρomadikh- β ζ[1]α θυμίζει πολλές ελληνικές- και όχι μόνο- ταινίες μαζί. Πρόκειται για τη γνωστή και χιλιοειπωμένη ιστορία του πλούσιου εργένη που δεν έχει καμία πρόθεση να «αποκατασταθεί», αλλά μια σύμβαση, είτε είναι μια διαθήκη (αυτό είναι από ταινία) είτε ένας καλός μπάτλερ, όπως στην περίπτωσή μας, που δεν μπορεί να βλέπει άλλο το αφεντικό και φίλο του να διάγει, ας πούμε, έκλυτο βίο-και σε συνδυασμό με τα χρόνια που περνάνε-θα ήθελε να τον αποκαταστήσει. Έτσι ξεκινάει μια θεότρελλη (στην κυριολεξία) κωμωδία, που μοιάζει όπως είπα πριν με κάποια ή κάποιες ελληνικές ταινίες, πολύ δε με άλλη μεγάλη αμερικάνικη επιτυχία του ’65, αλλά κατά βάθος, το ζητούμενο είναι η δημιουργία και ακόμη και η δημιουργική αντιγραφή, όπως είχε πει κάποτε και ο μεγάλος συγγραφέας Ευγένιος Ο ’Νιλ.

 

      Ερχόμαστε στο προκείμενο που είναι η ίδια η παράσταση. Όλο το καλοκαίρι και το χειμώνα η παράσταση «ανέβηκε» στο θέατρο «Αθηνά», στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη ήρθε με μεγάλη ωριμότητα. Η παράσταση είναι καλοκουρδισμένη, οι ηθοποιοί κυριολεκτικά «αλωνίζουν» στη σκηνή και αυτό είναι πολύ καλό. Σπάνια βλέπεις ηθοποιό να έχει τόση άνεση χωρίς να φοβάται μην ξεχάσει κάτι. Εδώ όλα δουλεύουν στην εντέλεια και ο καθένας δίνει τη δική του προσωπική πινελιά.

Η σκηνοθεσία του κ. Θωμόπουλου είναι αρκετά κοντινή σε τέτοια μπουλβάρ, αν και η πολύ «φασαρία» θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, δεδομένου ότι η υπόθεση είναι από μόνη της μπερδεμένη. Έτσι ο τονισμός του μπερδέματος με μεγάλες κινήσεις και φωνές περισσότερο κουράζουν, παρά ισορροπία φέρνουν. Κατά τ’ άλλα οι ηθοποιοί ήταν τέλεια διδαγμένοι στους ρόλους τους.

      Ειδικά ο κ. Πούλης που είναι ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής της παράστασης, δεν σταματάει πουθενά. Είναι γνωστό το ταλέντο του ως κωμικός. Εδώ το αποδεικνύει περίτρανα δίνοντας τον καλύτερό του εαυτό. Το μόνο πρόβλημα, αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι,  είναι ότι θα έπρεπε να μιλάει κάπως πιο δυνατά. Και κάτι ακόμη. Η ερμηνεία του θυμίζει παλιούς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου.

     Ο κ. Αποστολάκης είναι ο Βαγγέλης, ο χωρικός. Ο κ. Αποστολάκης ταιριάζει απόλυτα με τον ρόλο και πετυχαίνει αξιοζήλευτη ερμηνεία, αν και, ως ρόλος, είναι από μόνος του «αβανταδόρικος». Παρ’ όλα αυτά, δεν υποστηρίζω ότι είναι και εύκολος ρόλος καθώς γρήγορα μπορεί να γίνει συνήθεια και να ερμηνεύεται κάπως «γκροτέσκο». Αλλά εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Τελευταίος, ο κ. Σπαντίδας που υποδύεται τον Παύλο, δίνει μια καθαρή ερμηνεία «ζεν πρεμιέ» όσο το ζητάει ο ρόλος. Δεν είναι καθαρά κωμικός, αλλά η κωμική φλέβα είναι εκεί και εμφανίζεται όποτε χρειάζεται.

     Στη συνέχεια, έχουμε τις γυναίκες πρωταγωνίστριες, όπου η κ. Πλάκα υποδύεται τη γλυκιά Ρενέ. Η Ρενέ περνάει στο κοινό περισσότερο γλυκιά παρά ελαφρόμυαλη-όπως μας πληροφορεί η υπόθεση του έργου-αλλά αυτό είναι υπέρ της νεαρής ηθοποιού που μπορεί να υποδύεται έναν απλό ρόλο, εντούτοις του δίνει μια νότα ευαισθησίας που δεν είναι και τόσο εύκολο να βγει προς τα έξω.

     Η κ. Μπιλάλη υποδύεται με μεγάλη μαεστρία την ισπανίδα αρραβωνιαστικιά. Η κ. Φαναριώτη έχει φανερώσει από παλιά πολλά δείγματα του ταλέντου της. Ο ρόλος της είναι λίγο «μπουφόνικος» αλλά την αποζημειώνει το γεγονός ότι το κοινό γελάει με τον ρόλο, αν και είναι λίγο χοντροκομμένος, ας το πω απλά, χωρίς φυσικά σε αυτό να φταίει η ηθοποιός (για τους συγγραφείς χτυπά το καμπανάκι).

Τέλος η κ. Σιδέρη εμφανίστηκε για δέκα λεπτά –τόσο απαιτούσε ο ρόλος- αλλά δεν προλάβαμε να την ακούσουμε και πολύ ώστε να κρίνουμε το ο,τι δήποτε. Φυσικά αποδίδει απόλυτα σωστά τον ρόλο της όμορφης και απόλυτα ισορροπημένης κοπέλας, αλλά κυρίως παίζοντας με την εμφάνισή της, αφού ο συγγραφέας δεν της χάρισε κάτι παραπάνω  εκτός από λίγες ατάκες.

     Οι φωτισμοί του κ.Φωτόπουλου ήταν απλοί όπως επιβάλει το μπουλβάρ, τα κοστούμια της κ. Κατσαϊτη πολύ ωραία και εμνευσμένα, ιδίως της κ. Πλάκα –αν και ο χωρικός του κ. Αποστολάκη ήταν κάπως παραφορτωμένος- και τέλος τα σκηνικά του κ. Πετράτου θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα γιατί, ιδίως το φόντο, χανόταν σε σχέση με τα έπιπλα και τα συναφή.

 

«Δεν θα με τρελλάνεις εσύ εμένα», Απρίλιος 2015, θέατρο Εγνατία

Ε.Β.