ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΖΟΣ

Γιάννης Μπέζος: Η δουλειά μας και η ευθύνη μας είναι το πώς θα επικοινωνήσουμε με τον κόσμο. Όχι πώς θα επικοινωνήσουμε με τους πέντε που έρχονται, κάτι τρελλούς που έρχονται στα θέατρα και κάνουν τους κουλτουριάρηδες. Με τον πολύ κόσμο εννοώ. Αυτόν που συντηρεί το θέατρο, που συντηρεί τον κοινωνικό ιστό. Την κοινωνία. Φοβερή λέξη.

Δυο μέρες πριν από την παράσταση: "Εκκλησιάζουσες" στο θέατρο Δάσους, μιλήσαμε με τον κ. Γιάννη Μπέζο εκτενώς για πολλά θέματα, όπως το κλείσιμο του θεατρικού μουσείου, αλλά και προσωπικές του απόψεις για την τέχνη του, έως και τις προτιμήσεις του για παλιότερους συναδέλφους αλλά και για την πολιτική.
Θ&α:Ας αρχίσουμε με την παράσταση, τις Εκκλησιάζουσες, όπου πρωταγωνιστείτε. Τί υπόθεση έχει;
Γ.Μπ.:Θα έλέγα ότι είναι μια παραλλαγή της Λυσιστράτης. Αυτό βέβαια είναι αρκετά μεταγενέστερο έργο της Λυσιστράτης. Είναι το προτελευταίο από τα σωζόμενα του Αριστοφάνη. Δηλαδή είναι έργο της oυτοπίας. Μαζί με τους όρνιθες και τη Λυσιστράτη,  είναι έργα της ουτοπίας. Δηλαδή της απογοήτευσης του ποιητή. Επίσης πρέπει να πούμε για την ενημέρωση των αναγνωστών ότι είναι έργο της πλήρους παρακμής της Αθηναϊκής δημοκρατίας.

 Διότι η Αθήνα είναι ηττημένη στον Πελοποννησιακό πόλεμο και έχει μεσολαβήσει η τυραννία των τριάκοντα, έχει αποκατασταθεί η δημοκρατία, έχει θανατωθεί ο Σωκράτης, έχουν γίνει όλα αυτά, επικρατούν λίγο οι θεωρίες του Πλάτωνα περί της πολιτείας

- όχι κωδικοποιημένες όμως σαν ιδέες- και υπάρχει μια τεράστια επιρροή του ποιητή από αυτά και από τον περίγυρο, αλλά και από τον Πλάτωνα και αποφασίζει να γράψει αυτό, δηλαδή ότι η πόλη είναι σε παρακμιακή φάση, ότι η βουλή έχει ατονίσει τελείως, ότι οι άνθρωποι για να πάνε να ψηφίσουν έπρεπε να πληρωθούν, αλλιώς δεν πήγαιναν, και ότι η χώρα ήταν ηττημένη από τους Σπαρτιάτες και βεβαίως ζούσε με δανεικά από τους Πέρσες. Όπως και οι Σπαρτιάτες ζούσαν έτσι. Απλώς δεν τα λέμε αυτά.(γέλια). Παρόλο που είχαν προηγηθεί πριν από πενήντα χρόνια οι Μηδικοί πόλεμοι, το κλέος το ελληνικό, Μαραθώνας, Σαλαμίνα κ.τ.λ., μετά από καμιά σαρανταπενταριά χρόνια μας ζούσαν οι Πέρσες. Κάτι μας θυμίζει αυτό όπως είναι και τώρα τα πράγματα. Αυτό είναι που κάνει το έργο τώρα πάρα, πάρα πολύ επίκαιρο. Δηλαδή ότι η συμπεριφορά, η πολιτική συμπεριφορά- γιατί ο Αριστοφάνης είναι πολιτικός ποιητής πολιτική συμπεριφορά και όχι η πολιτικάντικη όπως την εννοούμε τώρα, ήταν σε πλήρη παρακμή. Και αυτό είναι κάτι που οι θεατές αναγνωρίζουν από τα λεγόμενα των ηρώων και είναι σαν να βλέπεις ένα κομμάτι από τον περίγυρο τώρα.

Για να πούμε λίγα για την υπόθεση, η Πραξαγόρα -που είναι το κύριο πρόσωπο- αποφασίζει να πάρει τις γυναίκες, να μεταμφιεστούν σαν άντρες για να πάνε να ψηφίσουν -γιατί δεν ψήφιζαν φυσικά οι γυναίκες, δεν συμμετείχαν στη Βουλή- και παραδίδουν την εξουσία στις γυναίκες γιατί "αυτές θα τα κάνουν καλύτερα" και φυσικά κάνουν μια τρύπα στο νερό κι αυτές, δεν κάνουν τίποτα. Η Πραξαγόρα λέει κάτι ουτοπικά, κάτι τρελλά, -γιατί οι πλατωνικές θεωρίες που υποστήριζε ήταν περί κοινοκτημοσύνης, κατάργηση της οικογενείας, απελευθέρωση των σεξουαλικών σχεσεων-, τελείως ουτοπικά πράγματα, και βεβαίως καταλήγει το έργο σε ένα φαγοπότι, σε ένα γλέντι.


Θ&α: Δηλαδή ποιό είναι το νόημα; το ηθικό δίδαγμα, μήπως είναι απαισιόδοξο το νόημα;

Γ. Μπ.: Δεν υπάρχει ηθικό δίδαγμα στο θέατρο. Το θέατρο δεν διδάσκει ποτέ. Μην περιμένετε να σας μάθει. Και το κοινό παγιδεύεται καμιά φορά και νομίζει ότι το θέατρο θα τους διδάξει. Το θέατρο δεν διδάσκει ποτέ. Το θέατρο είναι μόνο για να συγκινεί και να ανησυχεί. Για να διδάξουν υπάρχουν τα Πανεπιστήμια, τα σχολεία, αλλά δεν διδάσκει. Δεν μπορεί να αλλάξει την ανθρωπότητα η τέχνη. Αν ήταν θα την είχε αλλάξει εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Θ&α; Μπορεί να μη διδάσκει, αλλά...

Γ. Μπ: Επηρεάζει όμως. Αυτό είναι σίγουρο.

Θ&α: Δεν το πάει κάπου ο Αριστοφάνης; δεν θέλει να δείξει, ότι και στο τέλος όλα ίδια μένουν.

Γ. Μπ.: Δεν εννοεί κάτι τέτοιο βέβαια. Εννοεί ότι όλα ίδια μένουν γιατί δεν αλλάζουμε εμείς. Αυτό όμως δεν μαθαίνεται. Αυτό γίνεται δια του παραδείγματος. Δηλαδή όταν βλέπεις να γελοιοποιείται η συμπεριφορά σου. Του θεατή δηλαδή. όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες αυτό έκαναν. Σατίριζαν πάντα το κοινό τους.

Θ&α: Έτσι, αν είναι έξυπνο το κοινό και το καταλάβει...

Γ. Μπ.: Έτσι ακριβώς. Αλλά επειδή το κοινό δεν είναι έξυπνο, δεν θα το καταλάβει, (γέλια) γι' αυτό και βλέπετε ότι έχουμε αυτά τα φαινόμενα.

Θ&α: Βέβαια αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τόσα χρόνια τα λένε και δεν γίνεται τίποτα.

Γ. Μπ.: Έτσι ακριβώς. Θα είχε αλλάξει η ανθρωπότητα από την εποχή του Αισχύλου. Δεν αλλάζουν έτσι. Μπορεί να αλλάζει ας πούμε ο τρόπος που ζούμε. Θέλω να πω, το βιωτικό επίπεδο. Η τεχνολογία φυσικά. Οι επιστήμες. η ιατρική, το δίκαιο, η έρευνα. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Δεν αλλάζει και δεν μπορεί να αλλάξει και δεν θα αλλάξει. Αυτή είναι η δική μου εκτίμηση. Απλώς θα προσπαθεί να γίνεται καλύτερος. Και πάντα θα το προσπαθεί μια μειοψηφία. Η πλειοψηφία θα ακολουθεί.

Θ&α:Έχετε ξαναπαίξει αρχαίο θέατρο;

Γ. Μπ.: Πολλές φορές.

Θ&α: Τί έχετε αποκομίσει από την μέχρι τώρα πορεία σας σε σχέση με τα έργα;

Γ. Μπ.: Πνευματικά εννοείτε; Φυσικό είναι αυτό, γιατί αυτό γίνεται με την έρευνα, δηλαδή ψάχνοντας. Πριν ανέβει μια παράσταση πρέπει να το ερυνήσεις. Λίγο έως πολύ. Μερικές φορές. Αυτό είναι πολύ φυσικό να σε ασκεί, να προσπαθείς να μάθεις πράγματα, να γνωρίσεις, κλπ. Αλλά αυτό είναι στο θεωρητικό επίπεδο. Στο πρακτικό επίπεδο -που είναι και το βασικό στο θέατρο- αυτό γίνεται με τον χρόνο. Δηλαδή με τον χρόνο και με την επικοινωνία με το κοινό, με την εμπειρία δηλαδή. Αποκτάς μια εμπειρία, μια ευκολία να ανακαλύπτεις πιο γρήγορα πώς θα επικοινωνήσει αυτό που κάνεις με τον κόσμο. Γιατί αυτή είναι η δική μας δουλειά. Η δουλειά η δική μας και η ευθύνη μας είναι απτή. Πώς θα επικοινωνήσουμε με τον κόσμο. Όχι πώς θα επικοινωνήσουμε με τους πέντε που έρχονται, κάτι τρελλούς που έρχονται στα θέατρα και κάνουν τους κουλτουριάρηδες. Με τον πολύ κόσμο εννοώ. Αυτόν που συντηρεί το θέατρο. Που συντηρεί τον κοινωνικό ιστό. Την κοινωνία. Φοβερή λέξη.

Θ&α: Αυτό είναι και έμφυτο.

Γ. Μπ.: Φυσικά, βεβαίως.

Θ&α: Όταν έχεις ένα 'γκελ" προς τον κόσμο, μπορείς να το καλλιεργήσεις.

Γ. Μπ.: Φυσικά. Αυτό είναι έμφυτο.

Θ&α: Έχετε κάνει τηλεόραση για να χρηματοδοτήσετε το θέατρο; Έχετε πει ναι σε κάποιες σειρές που δεν σας πολυάρεσαν για να κάνετε κάτι που σας άρεσε στο θέατρο;

Γ. Μπ.: Όλες οι σειρές που έκανα μου άρεσαν. Εγώ δεν έκανα πράγματα που δεν μου άρεσαν. Αν ήταν καλά ή όχι είναι ευθύνη δική μου πάλι. Αλλά ό,τι έκανα δεν το έκανα με το ζόρι. Αυτό είναι ένα. Δεύτερον. Όχι, το έκανα γιατί το υπερασπιζόμουν. Δεύτερον: ναι, χρήματα που πέρασαν από τα χέρια μου λόγω της τηλεόρασης αλλά και λόγω του θεάτρου-γιατί έβαλα και από το θέατρο χρήματα- τα ξαναξόδεψα στο θέατρο και τα έδωσα για να κάνω αυτό που αγαπώ όσο καλύτερα μπορώ. Με αυτήν την έννοια. Αν μου λέτε ότι έκανα δουλειά -ας πούμε τηλεόραση- για να πάρω λεφτά ή για να τα δώσω στο θέατρο, όχι. Δηλαδή έβγαζα χρήματα από το σινεμά, από την τηλεόραση, από διαφημίσεις αλλά και από το θέατρο έβγαζα χρήματα και τα έβαζα πάντα σε έργα τα οποία ήξερα εκ των προτέρων ότι δεν θα έχουν την ίδια ας πούμε εμπορική απήχηση αλλά το έκανα εν γνώση μου. Όχι ότι έπεσα από τα σύννεφα. Και επειδή σαν εργοδότης ήμουν άψογος πάντα, και με το παραπάνω, ήταν φυσικό να τα χάσω.

Θ&α: Ποιό έργο ήταν αυτό που σας άρεσε τόσο πολύ, θέλατε να το ανεβάσετε οπωσδήποτε και δεν πήγε τόσο καλά;

Γ. Μπ.: Πολλά έχω κάνει. Έχω κάνει του Γκόγκολ "Τα παντρολογήματα", και παλιά στο θέατρο τέχνης το ίδιο έργο, στην Αθήνα. Πέρσι ήταν η δεύτερη χρονιά που το έκανα. Μιλάω για το θέατρο τέχνης. Για την Αθήνα. Που πήγε καλά. Αυτό είναι το καταπληκτικό. Αν τώρα, πρέπει να σας εξηγήσω πώς είναι η παραγωγή του θεάτρου θα τρελλαθείτε. Αν θες δηλαδή να είσαι συνεπής...

Θ&α: Έχει πολλά έξοδα;

Γ. Μπ.: Πάρα πολλά. Αν θες να είσαι συνεπής εργοδότης σε αυτά που λένε οι συμβάσεις -που λέγανε- γιατί τώρα δεν υπάρχουν αυτά, δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις χρήματα. Δεν υπάρχει ούτε μια στο δισεκατομμύριο. ακόμη και να είναι προπληρωμένα (τα εισιτήρια). Δηλαδή θα βγάλεις δύο δεκάρες, τα μισά θα τα πάρει η εφορία και τελείωσε η ιστορία. Είναι σαν να δουλεύεις με έναν μισθό. Δεν μιλάω για την περίπτωση αποτυχίας. Αυτό ας το αφήσουμε καλύτερα. Πολλές δουλειές. Την Αντιγόνη του Ανούιγ που έκανα, το ξενοδοχείο ο Παράδεισος του Φεϋντώ, τις παραγωγές της συζύγου μου όπως τον "Γυάλινο κόσμο"..., άλλα ήταν επιτυχίες, άλλα δεν ήταν. Δεν υπήρχε παράσταση που να πήγε "άπατη", να μην πήγε καθόλου κόσμος. Αλλά αν θέλεις να κάνεις πολύ καλά αυτή τη δουλειά, δεν μπορείς να βγάλεις χρήματα από αυτή. Είναι πολύ φυσικό.

Θ&α: Ποιοί άνθρωποι σας βοήθησαν στην καριέρα σας;

Γ. Μπ.: Κανένας.

Θ&α: Ίσως για να ξεκινήσετε...

Γ. Μπ.: Για να ξεκινήσεις πάντα υπάρχει κάποιος άνθρωπος ο οποίος σου λέει "έλα στη δουλειά μου΄'. Δεν το κάνει για να σε βοηθήσει. Κι εγώ τώρα που συνεργάζομαι με πολλά νέα παιδιά δεν το κάνω για να τα βοηθήσω. Το κάνω γιατί το πιστεύω. Είχα πολλούς ανθρώπους που γνώρισα στα νιάτα μου, η Αλίκη Γεωργούλη -που λείπει πια- ήταν μια γυναίκα που γνώρισα πολύ νέος που είχε το θέατρο Αποθήκη, μια σημαντική δύναμη στην Αθήνα, ο Καρακατσάνης.

Θ&α: Εννοώ βοήθεια σε επαγγελματικό τομέα, πάντα.

Γ. Μπ.: Σαν πίστη σε κάτι, δηλαδή "έλα να είσαι μαζί μου να κάνουμε κάτι". Με αυτή την έννοια. Και μικρά πράγματα. Μη φανταστείτε τίποτα σπουδαία.

Θ&α; Με την Βουγιουκλάκη ξεκινήσατε ως πρωταγωνιστής; στην παράσταση: "Κυρία δε με μέλλει";

Γ. Μπ.: Ως πρωταγωνιστής εννοείτε; Ναι, συμπρωταγωνιστής. Βέβαια είχα κάνει κι άλλα πράγματα πριν.

Θ&α: Θα μπορούσατε να κάνετε κάτι άλλο εκτός από ηθοποιός;

Γ. Μπ.: Όχι. Ούτε σκέφτηκα, ούτε ήθελα να σκεφτώ, ούτε σκέφτομαι κάτι άλλο. Δεν μπορώ να διαννοηθώ να κάνω κάτι άλλο. Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο και δεν είναι και η επιθυμία μου.

Θ&α: Είχατε κάνει παλιότερα έναν ρόλο κακού στην τηλεόραση. Και ήσασταν και πάρα πολύ καλός. Τότε είχαν εντυπωσιαστεί πολλοί.

Γ. μΠ.: Κακώς εντυπωσιάστηκαν γιατί έτσι είναι οι ηθοποιοί. (γέλια).

Θ&α: Ναι, αλλά είναι άλλοι ηθοποιοί που είναι καλοί στην κωμωδία αλλά δεν είναι τόσο καλοί στο δράμα.

Γ. Μπ.: Αποκλείεται. Δεν θα βρείτε κανένα καλό κωμικό ηθοποιό που να μην είναι καλός στο δράμα.

Θ&α: Μήπως δεν το προσπαθούν;

Γ. Μπ.: Όχι, ίσως δεν έτυχε. Αλλά, για να είσαι καλός κωμικός πρέπει να είσαι οπωσδήποτε καλός ηθοποιός.

Θ&α: Ίσως μερικοί να καταθλίβονται με τους κακούς ρόλους.

Γ. Μπ.: Όχι. Μπορεί να γίνεται και λόγω της αγοράς. Δηλαδή μπορεί να μη σου τυχαίνει.

Θ&α: Θα ενδιαφερόσασταν να κάνετε έναν κακό πάλι στο θέατρο ίσως;

Γ. Μπ.: Δεν τρελλαίνομαι. Αυτό δεν γίνεται βάσει προγραμματισμού. Αν τύχει, ναι.

Θ&α: Έναν ρόλο κακού που θα σας άρεσε να παίξετε; Ας πούμε τον "Σάιλοκ" ("ο έμπορος της Βενετίας");

Γ. Μπ.: Γιατί όχι; Απλώς, δεν είναι εύκολα αυτά τα πράγματα να γίνουν. Θέλω να πω δεν μπορούν να γίνουν σαν παραγωγή, σαν παράσταση. Είναι δύσκολο. Εκτός αν τα κάνουν τα κρατικά θέατρα ή τα θέατρα ρεπερτορίου.

Θ&α: Θεωρείτε ότι υπάρχουν σήμερα μεγάλοι ηθοποιοί όπως οι παλιοί ηθοποιοί;

Γ. Μπ.: Είναι καλύτεροι ηθοποιοί τώρα. Εκ των πραγμάτων είναι καλύτεροι. Δεν θα μπορούσαν να μην είναι γιατί προχωράει η εποχή και δεν υπάρχει περίπτωση να μείνουν πίσω. Είναι καλύτεροι. Και είναι καλύτεροι στο σύνολό τους. Δηλαδή αν πάρετε το σύνολο των ηθοποιών με το επίπεδο των παλιών -επειδή τα έχω ζήσει γι' αυτό τα λέω- δεν υπάρχει σύγκριση.

Θ&α: Επειδή πηγαίνουν οι περισσότεροι σε σχολές;

Γ. Μπ.: Και αυτό, αλλά επειδή είναι πιο υποψιασμένοι, είναι πιο ανοιχτοί, τώρα με το διαδίκτυο έρχεσαι σε επαφή με όλον τον πλανήτη, είναι πάρα πολλές οι παραστάσεις, πολλές οι ευκαιρίες, έχει ανοίξει το ρεπερτόριο, είναι πιο καλλιεργημένοι και είναι εξίσου ταλαντούχοι. Το ταλέντο ξέρετε, δεν διαβαθμίζεται. Υπήρχαν και τότε ταλαντούχοι άνθρωποι, υπήρχαν και βαθύτατα ατάλαντοι. Και τώρα υπάρχουν πάρα πολλοί ταλαντούχοι και πάρα πολλοί ατάλαντοι. Αλλά εμείς μιλάμε για τους ανθρώπους που έχουν ενδιαφέρον, δηλαδή ταλέντο. Ταλέντο όχι την κλίση μόνο, αλλά ταλέντο για δουλέψουν που σημαίνει και όρεξη και διάθεση και ανησυχία, και αυτοκριτική. Όλα αυτά λέγονται ταλέντο.

Θ&α: Έχετε καμιά προτίμηση σε κάποιον παλιό ηθοποιό; Από τον ελληνικό κινηματογράφο.

Γ. Μπ.: Σε πολλούς. Μ' άρεζε πάρα πολύ ο Ορέστης Μακρής. Θεωρώ ότι ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας ηθοποιός. Μαζί με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Μ' άρεζαν πιο πολύ και από τον Λογοθετίδη. Και οι δύο.

Θ&α: Λόγω ρεπερτορίου;

Γ. Μπ.: Όχι, πιστεύω ότι ήταν καλύτεροι. Αυτή είναι η άποψή μου. Αυτοί είναι πιο κοντά μου. Μιλώ πάντα βέβαια γιατί δεν τους είχα δει. Τον Παπαγιαννόπουλο τον είχα δει και στο θέατρο. Τους άλλους δεν τους είχα δει στο θέατρο. Αυτό που έχω σαν εικόνα από τα φιλμ. Θεωρώ ότι ο Μακρής ήταν ένας μεγάλος θεατρίνος. Απλώς έμεινε στον χώρο του μουσικού θεάτρου ή της κωμωδίας όπως τα ξέρουμε εμείς αλλά ήταν ένας πολύ πολύ μεγάλος ηθοποιός. Όπως και ο Παπαγιαννόπουλος και ο Λογοθετίδης.

Θ&α: Θαυμάζετε κάτι συγκεκριμένο στον Μακρή;

Γ. Μπ.: Ότι δεν μας δείχνει τίποτα αλλά το ανακαλύπτουμε εμείς. Ενώ ο Λογοθετίδης λίγο τα΄δειχνε (γέλια). Αλλά τώρα αυτά που σας λέω είναι πολύ εξειδικευμένα πράγματα. Αν το δεις επί της ουσίας, βλέπεις τον καλλιτέχνη ο οποίος δεν χρειάζεται να σου δείξει και πολλά πράγματα. Είναι ολόκληρος που εμφανίζεται. Ενώ ο άλλος λίγο δείχνει. Κάπως έτσι.

Θ&α:.: Θα βάζατε ξανά υποψηφιότητα στις εκλογές;

Γ.Μπ.: Όχι. Εγώ γελοίος δεν θα γίνω. Είναι γελοίοι. Το επίπεδο της πολιτικής είναι αστείο. Δεν είναι πολιτική αυτή. Αυτό είναι μπακάλικο. Μια κουζίνα η οποία συναλλάσσεται. Κι εγώ σε τέτοιες κουζίνες δεν έχω διάθεση να μπω τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια και δεν πρόκειται να τους χαρίσω ούτε δευτερόλεπτο από τη ζωή μου κι από την καριέρα μου. Κι από το όνομά μου.

Θ: Κάτι άλλο στο οποίο η ιστοσελίδα έχει μια ευαισθησία, το Θεατρικό Μουσείο. Έχει ένα θέμα τα τελευταία τρία χρόνια, έχει κλείσει. Έχετε να πείτε κάτι για αυτό; Δεν πρέπει να γίνουν κάποιες κινήσεις για να ανοίξει, να μιλήσουν κάποιοι άνθρωποι για να πιεστεί η κατάσταση;

Γ. Μπ.: Πρέπει. Αλλά και να μιλήσουν δεν θα πιεστεί κανείς. Και να σας πω γιατί: «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Το Μουσείο, ξέρετε, έχει ένα διοικητικό συμβούλιο όπου προϊσταται ο κ. Γεωργουλόπουλος. Είχε μια αυτονομία, έπαιρνε κάποια χρήματα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Δεν υπάρχουν χρήματα. Εδώ δεν δίνουν στο Κρατικό και στο Εθνικό Θέατρο. Αυτό που μπορεί να γίνει μόνο, άποψή μου, είναι να βρεθεί κάποιος χορηγός. Να γίνουν κάποιες κινήσεις να βρεθεί ένας χορηγός που να έχει το μεράκι να χρηματοδοτήσει το Μουσείο. Αλλιώς το Θεατρικό Μουσείο, μην κοιτάτε τώρα που ενδιαφέρει εμάς, για το 99,9% του ελληνικού λαού αποτελεί μια μεγάλη πολυτέλεια. Δυστυχώς.

Θ&α:.: Για το λαό. Όμως είναι υποχρεωτικό να υπάρχει για τα πανεπιστήμια, τις δραματικές και θεατρικές σχολές της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας και του Ναυπλίου που έχουν άμεση σχέση και τους έχει κοστίσει πάρα πολύ που δε λειτουργεί το Μουσείο.

Γ.Μπ.: Οι σχολές αυτές όμως δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Λυπάμαι που το λέω αλλά δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο καθόλου.

Θ: Ίσως να μην ενδιαφέρουν τον κόσμο, που δε μπορεί να σκάει και για πολλά, αλλά πρέπει να ενδιαφέρουν τον υπέυθυνο.

Γ.Μπ.: Ποιός είναι ο υπέυθυνος; Ο Υπουργός Πολιτισμού.

Θ: Ναι.

Γ.Μπ.: Αφού δεν έχει λεφτά. Σας λέω πάρα πολύ απλά : η απάντηση είναι: «δεν υπάρχουν χρήματα». Θα μου πείτε δεν είναι τωρινό το θέμα, είναι αρκετά χρόνια. Επειδή δεν είναι στις προτεραιότητες. Δεν είναι μόνο το Θεατρικό Μουσείο, αν πάτε στο σπίτι του Παλαμά στην Πλάκα, έχει γίνει αποχωρητήριο. Το σπίτι όπου ιδρύθηκε το Θέατρο Τέχνης, που έχει και μια εντοιχισμένη πλάκα από έξω, Ζωοδόχου Πηγής και Σόλωνος, το ίδιο. Είναι σε αποσύνθεση. Θέλω να πω, υπάρχει μια αδιαφορία της επίσημης πολιτείας, πάντα υπήρχε. Δεν έχει όρεξη να ασχοληθεί με αυτά τα πράγματα και δεν βλέπω και καμία συμμετοχή του κόσμου, να μπορέσει να κινητοποιήσει, να ευαισθητοποιήσει τις αρχές ότι πρέπει αυτά τα πράγματα να φτιαχτούν, γιατί είναι μια κληρονομιά. Δεν ασχολείται κανείς. Εγώ έχω κάνει κατά καιρούς κινήσεις στους υπουργούς πολιτισμού όλους, και στον Παναγιωτόπουλο και στον Ξυδάκη, είχα πάρει κάποια τηλέφωνα για τα σπίτια αυτά. Δεν έγινε τίποτα.

Θ: Με το τραγούδι γιατί ασχολείστε;

Γ.Μπ.: Γιατί; Εδώ τραγουδάει όλη η Ελλάδα, δεν θα τραγουδήσω εγώ (γέλια); Ασχολούμαι παραπλεύρως, δεν είναι η κυρίως δουλειά μου.

Θ.: Σας ξεκουράζει;

Γ.Μπ.: Ούτε με ξεκουράζει ούτε με κουράζει. Μου αρέσει. Αλλά ασχολούμαι κατ’ επιλογήν, όποτε θέλω κι όχι γενικά. Δε συμμετέχω επαγγελματικά με την έννοια ενός επαγγελματία τραγουδιστή, αυτό εννοώ. 
29/8/15