Κριτική παράστασης: Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες


Τα έργα που χαρακτηρίζονται ως αισθηματικές  κομεντί  πολύ  δύσκολα  συνηθίζουν  να  έχουν άλλες  προεκτάσεις, ιδίως κοινωνικές. Όταν  μιλάμε  για  αυτό  το  είδος  του  θεάτρου  αναφερόμαστε  συνήθως  σε  ανάλαφρα  έργα  που  μας  προσφέρουν  απλά   ένα   ευχάριστο   δίωρο  χωρίς  κάτι  το  ουσιαστικό.  Το  συγκεκριμένο  έργο  δεν  περιορίζεται  σε   αυτόν  τον  ρόλο,  καθώς  έχει   προεκτάσεις  που  το  καθιστούν  σημαντικότερο  από  μια  απλή  κομεντί.

     Αξίες  όπως  η  ελευθερία  και  η  αγάπη,  αλλά  και  το  πόσο  συνδέονται  αυτές  μεταξύ  τους  είναι  το  κύριο  θέμα  του  έργου  αλλά  και  ο  αγώνας  ενός  τυφλού  ανθρώπου  να  ανεξαρτητοποιηθεί  και  να  γίνει  κύριος  του  εαυτού  του.  Δεν  μπορεί  κανείς  να  χαρακτηρίσει  το  έργο  μελό  γιατί  δεν  είναι.  Πρόκειται  για  μια  κομεντί  όπου  ο  πρωταγωνιστής,  ένας  τυφλός  μουσικός  και  τραγουδιστής  προσπαθεί  να  ξεφύγει  από  την  υπερπροστατευτική  μητέρα  του  και  να  ζήσει  τη  δική  του   ζωή,  ενώ  ξαφνικά  μπαίνει  στη  ζωή  του  η  Τζιλ,  μια  όμορφη  ηθοποιός  και  του  την  αλλάζει. To  έργο  γράφτηκε  στα 1969  και  αναφέρεται  σε  εκείνη  την  περίοδο.
     Τα  σκηνικά  της  κ.  Κοκορού  δεν " οδηγούν"  τον  θεατή  σε  μια  συγκεκριμένη  δεκαετία,  παρόλο  που  είναι  πολύ  ωραία  σχεδιασμένα  με  χαρούμενα  χρώματα  και  δημιουργούν  πολύ  καλή  εντύπωση.  Τα  κοστούμια  είναι  απροσδιορίστου  χρονικής  περιόδου,  κάτι  που  μας  οδηγεί  στο  συμπέρασμα  ότι  η  σκηνογράφος  δεν  είχε  μια  συγκεκριμένη  ιδέα  για  την  χρονολογία  του  έργου.  Μάλλον  θα  ήθελε  να  δημιουργήσει  μια  εντύπωση  διαχρονικότητας,  αλλά  αυτό  δεν  είναι  δυνατό  εδώ  γιατί  το  κείμενο  αναφέρεται  σε  πολύ  τρανταχτά  ονόματα  της  δεκαετίας  του '60  και  σε  κινήματα,  οπότε  καλύτερα  θα  ήταν  να  υπάρχει  μια  σαφής  γραμμή  όσον  αφορά  στην  χρονική  τοποθέτηση  των  κοστουμιών  και  του  σκηνικού.
     Η  μετάφραση  του  κ.  Καλλίτση  είναι  καλή.  Η  σκηνοθεσία  της  κ.  Παναγιωτοπούλου  θα  λέγαμε  ότι  κάνει  ό,τι  δεν  καταφέρνει  η  σκηνογράφος.  Προβάλλει  την  φρεσκάδα  ενός  έργου  ήδη  σαράντα  επτά  ετών  χωρίς  μην  έχει  περάσει   μια  μέρα  από  πάνω  του  μόνο  με  την  σωστή  καθοδήγηση  των  ηθοποιών.  Η  κ.  Παναγιωτοπούλου  είδε  το  θέμα  όχι  ως  ρομαντική  ιστορία - όπως  και  η  ίδια  ανέφερε  στη  συνέντευξη  Τύπου- αλλά  ως  αυτό  που  είναι,  ένα  απλό  ανθρώπινο  έργο  που  όμως  έχει  πολύ  αστείες  στιγμές.
      Η  ίδια  ως  κ.  Μπέικερ  δεν  υστερούσε  σε  τίποτα  από  τις  προκατόχους  της  σε  αυτόν  τον  ρ όλο,  όπως  η   μεγάλη  Σμάρω  Στεφανίδου  στην  Αθήνα  και  η  Γκλόρια  Σουάνσον  στη  Νέα  Υόρκη.  Ως  αυστηρή  μητέρα  τα  κατάφερε  θαυμάσια  αλλά  και  ως " κακιά  πεθερά"  ενώ  και  στις  δύο  περιπτώσεις  προσέθετε  ένα  υπόγειο  χιούμορ  την  τεχνική  του  οποίου  γνωρίζει  πολύ  καλά.  Η  υποκριτική  της  είχε  μέτρο  και  αυτό  είναι  αποτέλεσμα  δύσκολης  σκηνοθετικής  ματιάς.
     Η  κ.  Άννα  Μονογιού  ως  Τζιλ,  ξετύλιξε  όλο  το  υποκριτικό  της  ταλέντο.  Ο  ρόλος,  ίσως  φαινομενικά  απλός,  ζητάει  πολλά  από  την  ηθοποιό  που  πρέπει  να  εναλλάσσει  την  διάθεσή  της  από  χαρούμενη  σε σκεπτική,  ζωντανή  και  αυθόρμητη  αλλά  και  σοβαρή  εκεί  που  πρέπει.  Ουσιαστικά  κρατάει  επάνω  της  όλο  το  έργο.  Είναι  μια  πολύ  κουραστική  διαδρομή  γιατί  πρέπει  να  πάρει  από  το  χέρι  τον  θεατή  και  να  του " δείξει"  τα  σημαντικά  σημεία  του  έργου.  Συγχαρητήρια  στην κ.  Μονογιού  για  την  εξαιρετική  ερμηνεία  της.
    Ο κ.  Σταύρος  Καραγιάννης  ως  Ντον  είναι  η   ήρεμη  δύναμη  που  χρειάζεται  αυτό  το  έργο.  Αποδίδει  τέλεια  τον  τυφλό  μουσικό  αλλά  και  τον  νέο  που  ενώ "κουβαλάει""  πολλά   από  την  παιδική του  ηλικία -ως  εκ  γενετής τυφλός-  δεν  το  βάζει  κάτω παρόλο  που  ακόμη  και  στην   ενήλική  του  ζωή  δεν  έχει   και   πολύ  καλές  εμπειρίες.   Ο  ρόλος   δεν  είναι  καθόλου   εύκολος.  Μόνο  το  γεγονός  ότι  πρέπει  να  υποδύεται  έναν  άνθρωπο  που  δεν  βλέπει  είναι  κάτι  που  μπορεί  να  γίνει  γελοίο  αν  δεν  ερμηνευτεί  με  μαεστρία  και  πολύ,  μα  πολύ  δουλειά.  Εδώ  φαίνεται  η  δουλειά  που  έκανε  ο  κ.  Καραγιάννης  χωρίς  αυτό  να  σημαίνει  ότι  υπολείπεται  σε  ταλέντο.  Η  τελευταία  σκηνή   είναι  συγκλονιστική..
    Κωμικός  ο  κ.  Τσούρμας.  Ταλαντούχος,  ακόμη  κι  αν  ήταν  πολύ  μικρή  η  παραμονή  του  στη  σκηνή.  Όσο  για  τη  μουσική,  θα  μπορούσε  να  προστεθεί  κάτι  ακόμη  ώστε  να tονιστεί  η  ρομαντική  πλευρά  του  έργου  που  μόνο  θα  του  προσέθετε  χωρίς  να  του  αφαιρούσε  από  την  ρεαλιστική  ιστορία  του.  Το  τραγούδι  του  κ.  Τσακνή  είναι  συμπαθητικό  αλλά  όχι  τίποτα  το  ιδιαίτερο.  Θα  λέγαμε  πως  είναι  κάπως  πρόχειρο  καθώς  μοιραία  συγκρίνεται  με  την  αρχική  μουσική  του  κ.  Σπανού  για  την  ίδια  παράσταση  του '70. 
  Το  έργο  παρουσιάζεται  στο  θέατρο  Αυλαία  στη  Θεσσαλονίκη  από  τις  24/2.

  Ε.Β.
26/2/16